Η σημασία της συνεχούς καταγραφής σακχάρου

Η σημασία της συνεχούς καταγραφής σακχάρου στη βελτίωση της ρύθμισης του ΣΔ


Η τακτική παρακολούθηση των τιμών του σακχάρου στο αίμα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της σωστής ρύθμισης στο Σακχαρώδη Διαβήτη. Οι μετρήσεις παρέχουν μια άμεση εικόνα της επίδρασης των καθημερινών δραστηριοτήτων, όπως το γεύμα ή η σωματική άσκηση, στα επίπεδα του σακχάρου, ενώ είναι πολύτιμες στην αναγνώριση υπογλυκαιμιών και υπεργλυκαιμιών και στη λήψη των κατάλληλων θεραπευτικών αποφάσεων από τον ασθενή, την οικογένειά του και τον θεράποντα ιατρό. Σήμερα, η παρακολούθηση των τιμών του σακχάρου μπορεί να γίνεται, είτε με επαναλαμβάνομενες μετρήσεις, με τη χρήση των κλασικών μετρητών, είτε με τα συστήματα συνεχούς καταγραφής (CGMS). Oι νεότεροι μετρητές διαθέτουν μια ποικιλία χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων που τους καθιστούν ακόμη πιο εύχρηστους, κι έτσι πιο αποτελεσματικούς στην επίτευξη άριστης γλυκαιμικής ρύθμισης. Σε αυτά συγκαταλέγονται η δυνατότητα αποθήκευσης πολλών μετρήσεων, οι διάφοροι συναγερμοί (πχ. για επανάληψη μέτρησης μετά από υπογλυκαιμία), η δυνατότητα σύνδεσης με υπολογιστή και το κατέβασμα των δεδομένων, η δυνατότητα ασύρματης επικοινωνίας με την αντλία συνεχούς έγχυσης ινσουλίνης ή, τέλος, η επικοινωνία με εφαρμογές σε smartphones.

Παρά τη μακροχρόνια χρήση των μετρητών, τον τελευταίο καιρό έχει επισημανθεί η ανάγκη αυστηρής τεκμηρίωσης της ποιότητάς τους. Για το λόγο αυτό έχουν θεσπιστεί τα κριτήρια εξασφάλισης ποιότητας κατά ISO, τα οποία αναθεωρήθηκαν μάλιστα το 2013. Το πρότυπο ISO 15197:2013 του Διεθνούς Οργανισμού Τυποποίησης απαιτεί το 95% των αποτελεσμάτων να εμπίπτουν εντός ±15mg/dl των τιμών αναφοράς στο εργαστήριο και στα χέρια των χρηστών, για συγκεντρώσεις γλυκόζης < 100mg/dl κι εντός του ±15% των τιμών αναφοράς στο εργαστήριο και στα χέρια των χρηστών για συγκεντρώσεις γλυκόζης ≥100mg/dl. Επιπρόσθετα, το 99% των ατομικά μετρούμενων τιμών γλυκόζης θα πρέπει να βρίσκονται μέσα σε μία στενή σχέση ακρίβειας. Τα αποτελέσματα των μετρητών πρέπει να έχουν ακρίβεια και επαναληψιμότητα.

Σύμφωνα με μελέτη του 2013, ανακριβείς μετρήσεις που οφείλονται αποκλειστικά στην ποιότητα του μετρητή επιφέρουν περίπου 296.000 επιπλέον επεισόδια βαριάς υπογλυκαιμίας στο ΣΔτ1 (339 εκατομμύρια
/έτος επιβάρυνση του εθνικού συστήματος υγείας) και 105.000 στο ΣΔτ2 (121 εκατομμύρια
/έτος). Σαφώς, η ακρίβεια του αποτελέσματος εξαρτάται από πληθώρα παραγόντων, που μπορούν να διακριθούν σε αυτούς που αφορούν στη μέτρηση καθεαυτή και σε αυτούς που έχουν να κάνουν με τον ίδιο τον ασθενή. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν η ποιότητα του μετρητή και των ταινιών, οι συνθήκες συντήρησής τους, ο τρόπος διενέργειας της μέτρησης, η ποσότητα του αίματος κλπ., ενώ στη δεύτερη εντάσσονται παράμετροι όπως η αιμοσφαιρίνη, η παρουσία υποξίας κλπ. Η ευκολία / απλότητα στη χρήση (πχ. ευανάγνωστη οθόνη), αλλά και η σαφήνεια των οδηγιών χρήσης περιορίζει περαιτέρω την πιθανότητα σφαλμάτων.

Σε κάθε περίπτωση, οι ασθενείς πρέπει να είναι σωστά ενημερωμένοι για τον τρόπο χρήσης του μετρητή και, το κυριότερο, κατάλληλα εκπαιδευμένοι για τη σωστή ερμηνεία του αποτελέσματος. Η «επέλαση» της τεχνολογίας στον τομέα του αυτοελέγχου των επιπέδων γλυκόζης είναι εμφανέστερη στα συστήματα συνεχούς καταγραφής, τα οποία κερδίζουν ολοένα έδαφος στην αντιμετώπιση των ασθενών με ΣΔ. Η διαγνωστική τους αξία είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς επιτρέπουν μια πλήρη απεικόνιση των διακυμάνσεων του σακχάρου στη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας, διευκολύνοντας έτσι ακριβέστερες και ορθότερες θεραπευτικές αποφάσεις. Σε αντίθεση με τους κλασικούς μετρητές, οι οποίοι μετρούν το σάκχαρο στο τριχοειδικό αίμα, τα συστήματα CGMS αποτε λούνται από έναν μικρό καθετήρα / αισθητήρα που τοποθετείται στο διάμεσο υγρό. Διακρίνονται στους αναδρομικούς (retrospective) και συγχρονικούς (RealTime) καταγραφείς.

Οι πρώτοι είναι κυρίως χρήσιμοι στον ιατρό, καθώς τα αποτελέσματα των πραγματοποιούμενων μετρήσεων φαίνονται μόνο μετά από κατέβασμα σε ειδικό λογισμικό μετά το τέλος της περιόδου καταγραφής (συνήθως 3 – 5 ημέρες). Αντιθέτως, οι Real-Time καταγραφείς επιτρέπουν την άμεση εμφάνιση του αποτελέσματος, γι΄ αυτό και προορίζονται για χρήση από τους ίδιους του ασθενείς, ενώ μπορούν να επικοινωνήσουν αυτόματα με την αντλία συνεχούς έγχυσης ινσουλίνης. Διαθέτουν μια σειρά από συναγερμούς, που προειδοποιούν για υπο – ή υπεργλυκαιμίες, αλλά και για το ρυθμό της πτώσης ή της ανόδου του σακχάρου, δίνοντας δυνατότητα για προληπτικές κινήσεις. Σε συνδυασμό δε με την αντλία, μπορούν ακόμη και να διακόψουν προσωρινά την έγχυση ινσουλίνης, προκείμενου να αποφευχθεί μια επικείμενη υπογλυκαιμία. Τα λογισμικά επεξεργασίας της καταγραφής διενεργούν μια σειρά από στατιστικές αναλύσεις, αναδεικνύοντας έτσι τα κύρια προβλήματα της ρύθμισης του σακχάρου.

Παρά τα πολλά πλεονεκτήματά τους, τα συστήματα CGMS δε στερούνται μειονεκτημάτων. Ένας βασικός προβληματισμός αφορά στη μικρή καθυστέρηση στην επίτευξη του ίδιου επιπέδου γλυκόζης στο διάμεσο υγρό σε σχέση με το τριχοειδικό αίμα. Η χρονική αυτή απόσταση έχει υπολογιστεί στα 15 λεπτά, διάστημα που μπορεί να έχει κλινική σημασία, ειδικά σε ταχείες μεταβολές του σακχάρου. Το κυριότερο, ωστόσο, πρόβλημα που αναφέρουν οι ασθενείς, και που οδηγεί τελικά σε μειωμένη συμμόρφωση στη χρήση των συστημάτων CGMS, είναι η ανάγκη καλιμπραρίσματος του αισθητήρα με μέτρηση σε κλασικό μετρητή, ιδανικά ακόμη και 4 φορές την ημέρα, και μάλιστα σε περιόδους σταθερότητας των τιμών του σακχάρου. Επιπλέον, κάποιοι ασθενείς δεν αισθάνονται άνετα με τη διαδικασία εισαγωγής του καθετήρα, ή με το ότι πρέπει να φέρουν στο σώμα τους μια, έστω μικροσκοπική, συσκευή.

Πρέπει να υπογραμμιστεί πως η εκμετάλλευση των τεχνολογικών δυνατοτήτων που προσφέρουν οι καταγραφείς, όπως άλλωστε και οι αντλίες, απαιτεί πειθαρχεία, συνέπεια και ειλικρίνεια από την πλευρά του ασθενούς, αλλά και την ουσιαστική, διαδραστική συνεργασία, τόσο με το γιατρό του, όσο και με την ίδια τη συσκευή (πχ. ρεαλιστικά όρια στους συναγερμούς, κατάλληλες προληπτικές κινήσεις, ειλικρινής καταγραφή γευμάτων, σωστός υπολογισμός υδατανθράκων). Τέλος, πρέπει να αναφερθεί πως η τοποθέτηση συστημάτων CGMS δεν καλύπτεται από τα ασφαλιστικά ταμεία. Ένα ιδανικό σύστημα μέτρησης των επιπέδων του σακχάρου πρέπει να είναι εύκολο στη χρήση, αξιόπιστο, ανώδυνο, και να δίνει ουσιαστικές πληροφορίες, διαταράσσοντας όσο το δυνατόν λιγότερο την καθημερινότητα του ασθενούς (μελέτες έχουν δείξει ότι οι μεγαλύτερες εντάσεις στις οικογένειες των μικρών και νεαρών ασθενών με ΣΔ δημιουργούνται την ώρα της μέτρησης), εξασφαλίζοντας έτσι τη μέγιστη συμμόρφωση και το βέλτιστο αποτέλεσμα ως προς τη γλυκαιμική ρύθμιση και την αποφυγή των επιπλοκών. Αν και αυτό δεν έχει επιτευχθεί ακόμη πλήρως, τόσο οι πιστοποιημένοι κλασικοί μετρητές, όσο και τα συστήματα συνεχούς καταγραφής δεν απέχουν πολύ από τα πρότυπα αυτά, αλλά και βελτιώνονται διαρκώς προς αυτές τις κατευθύνσεις.

Παράλληλα, νέες τεχνολογίες, όπως η οπτικοακουστική φασματοσκόπηση, ή η οπτική τομογραφία συνοχής, δοκιμάζονται με επιτυχία, ενώ οι μελέτες για το τεχνητό πάγκρεας, δηλαδή τα συστήματα «αυτοματοποιημένης» ρύθμισης του ΣΔ μέσω ενός κλειστού κυκλώματος αισθητήρα, λογισμικού και αντλίας συνεχούς έγχυσης ινσουλίνης, δίνουν διαρκώς ενθαρρυντικά αποτελέσματα και προοπτικές.


Τεύχος 41 σελίδα 48 Πατήστε εδώ

Related Post