Οι κυριότερες επιπλοκές του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2

Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα ιατρικά – κοινωνικά προβλήματα της εποχής μας. Είναι μια χρόνια νόσος που χαρακτηρίζεται από διαταραχή του μεταβολισμού του σακχάρου των λιπών και των πρωτεϊνών, όλων των βασικών δηλαδή στοιχείων που χρησιμοποιεί ο οργανισμός στη δομή και στις καύσεις του. Παρά το γεγονός ότι αυτή η διαταραχή του μεταβολισμού μπορεί να προκαλέσει βλάβες σε όλα τα όργανα του σώματος, δέρμα, αγγεία καρδιά, νεφρά, εγκέφαλο, είναι συχνά χωρίς συμπτώματα. Όπως είναι γνωστό, η συχνότητα του σακχαρώδους διαβήτη αυξάνεται παγκοσμίως με ραγδαίους ρυθμούς, στην Ελλάδα το 8% του πληθυσμού πάσχει από την ασθένεια, ενώ πολλοί είναι εκείνοι που αγνοούν ότι νοσούν. Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 μπορεί να εμφανιστεί στον οποιονδήποτε. Τα άτομα, όμως που διατρέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο είναι αυτοί που έχουν θετικό ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη στην οικογένεια τους, οι παχύσαρκοι και οι υπέρβαροι, γυναίκες που έχουν εμφανίσει διαβήτη κύησης και τέλος αυτοί που πάσχουν από μεταβολικό σύνδρομο (υπέρταση, αύξηση περιμέτρου της κοιλίας και διαταραχές λιπιδίων του αίματος).

Ο διαβήτης μπορεί να προκαλέσει διαταραχή στη ανδρική σεξουαλική λειτουργία, έμφραγμα, εγκεφαλικά επεισόδια, νεφρική ανεπάρκεια, τύφλωση, ευπάθεια σε λοιμώξεις, πρόωρη γήρανση, και γενικά καταστάσεις που αυξάνουν τη νοσηρότητα και θνητότητα. Ωστόσο, επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν ότι η άριστη ρύθμιση του γλυκαιμικού προφίλ μπορεί να εμποδίσει την έναρξη και να επιβραδύνει την εξέλιξη των επιπτώσεων που αναφέρθηκαν. Καθοριστικός παράγοντας στην αντιμετώπιση της νόσου μπορεί, σαφώς, να θεωρηθεί η αλλαγή του τρόπου ζωής του ατόμου. Αυτό συνεπάγεται την υιοθέτηση σωστών πρότυπων διατροφής και την ένταξη της φυσικής δραστηριότητας στην καθημερινή ζωή. Ο εντοπισμός των ατόμων υψηλού κινδύνου για την ανάπτυξη διαβήτη, κατά τη διάρκεια της ετήσιας ιατρικής προληπτικής εξέτασης και η πρώιμη ιατρική παρέμβαση είναι πολύ σημαντικά.

Οι κυριότερες επιπλοκές του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 είναι η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, η διαβητική νεφροπάθεια, το διαβητικό πόδι και η στεφανιαία νόσος, τις οποίες θα αναλύσουμε.

Διαβητική Αμφλιβληστροειδοπάθεια

  Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι η πρώτη αίτια τύφλωσης μεταξύ των ηλικιών 20 και 74 ετών στις ΗΠΑ. Η σοβαρότητα αυτού του προβλήματος υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη έχουν 25 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα τύφλωσης συγκριτικά με άτομα χωρίς σακχαρώδη διαβήτη. Η τύφλωση είναι κυρίως αποτέλεσμα της εξελικτικής διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας και του κλινικά σημαντικού οιδήματος της ωχράς κηλίδας. Είναι από τις πλέον σιωπηλές εκδηλώσεις.

Ακόμη και όταν συμβαίνουν σοβαρές αλλαγές στο μάτι (στον αμφιβληστροειδή χιτώνα), ο ασθενής μπορεί να μην έχει συμπτώματα και να μην αντιλαμβάνεται την βαρύτητα της κατάστασης. Η όραση μπορεί να μην μεταβληθεί μέχρι που η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια να εξελιχθεί σε σοβαρή βλάβη. Πολλές φορές οι διαβητικοί παρατηρούν παροδικά θαμπώματα, λόγω αυξομειώσεως του σακχάρου. Η πιο αποτελεσματική θεραπεία της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας είναι η πρόληψη. Ο διαβητικός ασθενής θα πρέπει να γνωρίζει ότι το πιο σημαντικό που μπορεί να κάνει για την ασθένεια του είναι να ρυθμίζει σωστά το σάκχαρό του.

Το απορρυθμισμένο σάκχαρο προωθεί με γρηγορότερους ρυθμούς την βλάβη στον αμφιβληστροειδή. Παράλληλα με τη ρύθμιση του σακχάρου το άτομο με διαβήτη πρέπει να ρυθμίζει την υπέρταση του ή/ και την υπερλιπιδαιμία του, αν υπάρχει και να περιορίζει το κάπνισμα και το αλκοόλ. Η απώλεια οράσεως (επιπλοκή όχι πολύ συχνή) μπορεί να προληφθεί με την έγκαιρη θεραπεία με ακτίνες λέιζερ, αν αυτή γίνει στο σωστό χρόνο. Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία ακόμη και της παραγωγικής αμφιβληστροειδοπάθειας ή του οιδήματος της ωχράς κηλίδας μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο τύφλωσης κατά 90%. Το λέιζερ αποσκοπεί κυρίως να σώσει την όραση που έχει απομείνει και όχι να την βελτιώσει, παρόλο που υπάρχουν περιπτώσεις που η βελτίωση είναι εφικτή.

Η έγκαιρη διάγνωση των βλαβών, που δυνητικά μπορεί να προκαλέσει ο αρρύθμιστος διαβήτης στους οφθαλμούς αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την πρόληψη και την έγκαιρη θεραπεία γεγονός που επιβάλλει την περιοδική οφθαλμολογική εξέταση.

Διαβητική Νεφροπάθεια

  Η διαβητική νεφροπάθεια είναι η πρώτη αίτια τελικού σταδίου χρόνιας νεφρικής ανεπαρκείας στις ΗΠΑ και μια από τις κύριες αίτιες νοσηρότητας και θνητότητας. Συχνά, συνυπάρχει με διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια. Στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, η πρώτη εκδήλωση επηρεασμού της λειτουργίας του νεφρού είναι η αποβολή με τα ούρα μιας πρωτεΐνης που ονομάζεται λευκωματίνη. Η αποβολή μικρών ποσών λευκωματίνης (μικρολευκωματινουρία) και η αποβολή μεγαλύτερων ποσών (μακρολευκωματινουρία) συνδέονται με σαφή αύξηση του κίνδυνου καρδιαγγειακής νόσου.

Η εργαστηριακή ανίχνευση μικρών ποσών λευκωματίνης στα ούρα (μικρολευκωματινουρία) επιτρέπει να αναγνωρισθεί νωρίς η δυσμενής επίδραση του σακχάρου στη νεφρική λειτουργία και να γίνει έγκαιρη παρέμβαση με καλή ρύθμιση του σακχάρου, χορήγηση αντιυπερτασικής αγωγής, διακοπή του καπνίσματος και περιορισμό του λευκώματος της τροφής ενέργειες που συνήθως αντιστρέφουν ή σταθεροποιούν την εξέλιξη της νεφρικής βλάβης. Η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία (ADA), συνιστά στα διαβητικά άτομα με μικρολευκωματινουρία ή μακρολευκωματινουρία μέτριο περιορισμό της ημερήσιας πρόσληψης πρωτεϊνών (0,8 γραμμάρια/χιλιόγραμμο βάρους), αν και η αποτελεσματικότητα του περιορισμού των πρωτεϊνών δεν έχει αποδεδειχθεί. Να σημειωθεί ότι σε προχωρημένη νεφρική ανεπάρκεια υπογλυκαιμικά φάρμακα όπως η μετφορμίνη και οι σουλφονυλουρίες πρέπει να μειωθούν ή να διακοπούν κατά την κρίση του γιατρού.

Διαβητικό Πόδι

  Η δυσμενής επίπτωση της χρόνιας υπεργλυκαιμίας στα κάτω άκρα (διαβητικό πόδι) αποτελεί μία από τις συχνότερες και σοβαρότερες επιπλοκές του σακχαρώδη διαβήτη. Οι διαβητικοί ασθενείς έχουν 15 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο ακρωτηριασμού σε σχέση με τα άτομα χωρίς διαβήτη.

Οι συνέπειες ενός ακρωτηριασμού είναι πολλαπλές για το άτομο με διαβήτη (μείωση της δραστηριότητας του, κακή ποιότητας ζωής και ανικανότητα για εργασία), το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον και το κοινωνικό σύνολο (οικονομικές κυρίως συνέπειες). Το διαβητικό πόδι είναι αποτέλεσμα των βλαβών που προκαλεί η υπεργλυκαιμία στα νεύρα και τα αγγεία. Η βλάβη των νεύρων (νευροπάθεια) προκαλεί απώλεια της αισθητικότητας με αποτέλεσμα βλαπτικά ερεθίσματα (τραυματισμοί, εγκαύματα, επιφανειακές διαβρώσεις) να μη γίνονται αντιληπτά γιατί οι ασθενείς δεν πονούν. Έτσι, οι μικρές βλάβες δεν αντιμετωπίζονται έγκαιρα και προοδευτικά επιδεινώνονται λόγω της έλλειψης κατάλληλης φροντίδας και της συνεχιζόμενης σωματικής δραστηριότητας. Η νευροπάθεια προκαλεί, επίσης, και ατροφία των μυών του ποδιού, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε παραμορφώσεις στα άκρα πόδια.

Η βλάβη των περιφερικών αγγείων (περιφερική αρτηριοπάθεια) κάνει το δέρμα των ποδιών λεπτό και ευπαθές σε τραυματισμούς. Η παροχή αίματος μπορεί να είναι οριακή και όταν οι ανάγκες για μεγαλύτερη αιμάτωση και οξυγόνωση αυξηθούν (π.χ. μετά από μια λοίμωξη), οι αμυντικοί και επουλωτικοί μηχανισμοί του οργανισμού δεν είναι επαρκείς, με αποτέλεσμα την εμφάνιση απειλητικών λοιμώξεων. Όταν μάλιστα λόγω του διαβήτη συνυπάρχει βλάβη των νεύρων το βλαπτικό αποτέλεσμα των τραυματισμών είναι πολλαπλάσιο. Είναι σημαντικό, λοιπόν, κάθε άτομο με σακχαρώδη διαβήτη να ελέγχει κάθε μέρα τα πόδια του για τυχόν έλκη, ή αλλαγή του χρώματος (προς το σκούρο) και να το αναφέρει αμέσως στον ιατρό του, καθώς η έγκαιρη αντιμετώπιση μπορεί να απομακρύνει τον κίνδυνο του ακρωτηριασμού.

Στεφανιαία Νόσος

  Η στεφανιαία νόσος είναι η πλέον ενδιαφέρουσα και σημαντική επιπλοκή του σακχαρώδη διαβήτη καθώς είναι υπεύθυνη για το 60 – 70% των θανάτων των διαβητικών ασθενών και η συχνότερη αιτία νοσηλείας των ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Αυτονόητο ότι πρέπει να ληφθούν όλα εκείνα τα μέτρα που θα ελαττώσουν την βλαπτική επίδραση στα αγγεία και την καρδιά. Η πρόληψη στοχεύει τους κύριους παράγοντες κινδύνου, οι οποίοι, ως γνωστόν, είναι: η υπερχοληστερολαιμία, η υπέρταση και το κάπνισμα. Ειδικότερα, όσον αφορά την διαταραχή των λιπιδίων η θεραπευτική παρέμβαση έχει στόχο την επίτευξη τιμών της LDL μικρότερων των 100 mg/dl, της HDL μεγαλύτερων από 45 mg/dl, και των τριγλυκεριδίων μικρότερων των 150 mg/dl. Νεώτερες μελέτες επιβεβαίωσαν ότι η LDL χοληστερόλη είναι η περισσότερο ενδιαφέρουσα στην παθογένεση της αθηρωματικής πλάκας στον σακχαρώδη διαβήτη.

Για τον λόγο αυτό οι πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικάνικης Διαβητολογικής Εταιρείας έχουν καθορίσει αυστηρούς στόχους στα επίπεδα της LDL (<100mg/dl) στα πλαίσια της πρωτογενούς πρόληψης της στεφανιαίας νόσου, ενώ συνιστούν ετησίως εξέταση όλων των λιποπρωτείνικών μορίων. Όσον αφορά την υπέρταση, οι κατευθυντήριες συστάσεις μεγάλων οργανισμών προτείνουν ως επιθυμητό στόχο τα επίπεδα των 130 mmHg και 80 mmHg, αντίστοιχα, για τη συστολική και τη διαστολική πίεση. Εξαιρετικής σημασίας, επίσης, για την πρωτογενή πρόληψη της στεφανιαίας νόσου είναι η διακοπή του καπνίσματος, η εφαρμογή σωστής υγιεινοδιαιτητικής αγωγής και η εφαρμογή προγράμματος καθημερινής ελαφριάς σωματικής άσκησης παράλληλα με την προσπάθεια καλής γλυκαιμικής ρύθμισης. Αν και όλες οι παραπάνω αναφερθείσες επιπλοκές ακούγονται «τρομακτικές», στην πράξη πολλοί ασθενείς με διαβήτη ζουν πολλά χρόνια, χωρίς προβλήματα και καλή ποιότητα ζωής. Το μυστικό τους είναι η διατήρηση του σακχάρου σε καλά επίπεδα κάτι που επιτυγχάνεται με τη σωστή δίαιτα, την άσκηση και τη φαρμακευτική θεραπεία με χάπια η ινσουλίνη.

Οι διαβητικοί ασθενείς πρέπει να κάνουν συχνή μέτρηση του σακχάρου στο αίμα, να διατηρούν το βάρος τους σε φυσιολογικά επίπεδα μέσω μιας υγιεινής διατροφής και συχνής άσκησης και να ελέγχουν συχνά την αρτηριακή τους πίεση και τα λιπίδια στο αίμα. Τέλος είναι σημαντική η περιοδική συστηματική κλινική εκτίμηση από τον γιατρό τους ώστε έγκαιρα πέρα από τη ρύθμιση του σακχάρου να εντοπίζονται οι δυσμενείς επιπτώσεις του διαβήτη στα διάφορα όργανα και να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά άλλοι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση των επιπλοκών όπως η υπέρταση, η δισλιπιδαιμία κτλ. Το αισιόδοξο μήνυμα των τελευταίων μεγάλων μελετών είναι ότι η καλή ρύθμιση του σακχάρου προλαμβάνει όλες επιπλοκές και ακόμα και στην περίπτωση που αυτές εμφανισθούν αναστέλλει την επιδείνωση τους


Τεύχος 34 σελίδα 38 Πατήστε εδώ

Related Post