Φάρμακα που στοχεύουν στην υπεργλυκαιμία και την παχυσαρκία

Τα μη μεταδιδόμενα νοσήματα αποτελούν την κυριότερη αιτία θνητότητας σε παγκόσμιο επίπεδο. Το 2008, οι καρδιοπάθειες, τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, η χρόνια πνευμονοπάθεια, ο καρκίνος και ο σακχαρώδης διαβήτης ήταν υπεύθυνα για συνολικά 36,1 εκατομμύρια θανάτους. Σύμφωνα με στοιχεία του ΠαγκόσμιουΟργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για τις 53 Ευρωπαϊκές Χώρες, τα νοσήματα αυτά είναι υπεύθυνα για το 86% των θανάτων και το 77% του οικονομικού βάρους στα συστήματα υγείας (πηγή BMJ 2014, August 6). Το πρόβλημα γίνεται περίπλοκο εάν αναλογιστεί κανείς ότι η αντιμετώπιση σημαντικών παραγόντων κινδύνου, όπως η παχυσαρκία, η οποία συνδέεται στενά με τις καρδιοπάθειες, τα εγκεφαλικά, την εμφάνιση καρκίνου και φυσικά το διαβήτη, απαιτεί ριζικές όπως και σύνθετες παρεμβάσεις σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα. Δεδομένου δε του γεγονότος ότι, το 2030, σύμφωνα με τις προβλέψεις, το 30% του παγκοσμίου πληθυσμού θα είναι υπέρβαρο ή παχύσαρκο και το 10% θα έχει εμφανίσει σακχαρώδη διαβήτη. Για την Ελλάδα της κρίσης, τα μηνύματα, όσον αφορά ειδικότερα στην παχυσαρκία, κάθε άλλο παρά αισιόδοξα είναι.

Σύμφωνα με την έκθεση του ΠΟΥ, το 2030 η Ελλάδα, εάν δεν αλλάξει δραματικά κάτι όσον αφορά στους ρυθμούς ανάπτυξης της παχυσαρκίας, πρόκειται να κατέχει την πρώτη θέση στις 53 χώρες της Ευρώπης σε καρδιοπάθειες και αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια (περίπου 11.000 περιπτώσεις / 100.000 πληθυσμό) και θα είναι μέσα στην πρώτη πεντάδα σε σακχαρώδη διαβήτη (πηγή BMJ 2014, August 6). Γεγονός που θα αναστραφεί εντυπωσιακά εάν ο πληθυσμός χάσει 1% – 5% του σωματικού του βάρους. Οι αιτίες πολλές. Πρόσφατα (πηγή DailyMail 5 September 2014), ανακοινώθηκε ότι τα παιδιά στις ΗΠΑ δεν είναι πλέον τα παχύτερα στον κόσμο: «αυτή η διάκριση ανήκει πλέον στα Ελληνόπουλα, με το 44% των αγοριών να είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα και ένα αντίστοιχο 38% στα κορίτσια». Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς φαίνεται ότι από δεκαετία σε δεκαετία το ποσοστό των παιδιών που έχουν πρόβλημα αυξημένου σωματικού βάρους και αθηρογονολιπιδαιμικό προφίλ πολλαπλασιάζεται, με πιο πρόσφατα στοιχεία αυτά της ομάδας της κυρίας Γαλλή (Hormones 2013), όπου καταδείχτηκε ότι το ένα τρίτο των Ελληνόπουλων είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα.

Η διαβίωση σε ένα «τοξικό» περιβάλλον, όπου το γρήγορο φαγητό, οι “light” τροφές με τα συγκεκαλυμμένα γλυκαντικά και τα έτοιμα παρασκευάσματα με trans λιπαρά αποτελούν την καθημερινή εύκολη λύση, και όπου η καθιστική ζωή της virtual επικοινωνίας έχει αντικαταστήσει την άμεση επικοινωνία, αποτελεί μόνον την κορυφή του παγόβουνου. Από πίσω υπάρχει ένα ποσοστό 27% των γονέων που είναι άνεργοι, μια μεσαία τάξη που χάνεται, μια πρωτόγνωρη πίεση εξασφάλισης της επιβίωσης, μια διάχυτη ατμόσφαιρα απογοήτευσης, όπου απογοητευμένοι γονείς και δάσκαλοι αποτυγχάνουν, ή και αδιαφορούν, να περάσουν τα σωστά μηνύματα παιδείας και στάσης ζωής. Και ίσως το μόνο ενθαρρυντικό μήνυμα σε αυτό είναι η διαπίστωση ότι έχει μειωθεί κατά 30% η χρήση του catering και ότι «ο Έλληνας ανακαλύπτει ξανά τη χαρά του να μαγειρεύει σπιτικό φαγητό» (πηγή Παπάνας και συν., Hippokratia 2014). Η φαρμακευτική αγωγή για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, και ειδικά των παχυσάρκων ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη, αποτελεί το έσχατο μέτρο μετά από τη συνδυασμένη προσπάθεια ειδικών και ασθενή να βελτιωθεί ποιοτικά ο τρόπος ζωής του τελευταίου. Οι παραδοσιακές αγωγές, όπως οι σουλφονυλουρίες, οι γλιταζόνες και η ινσουλίνη, εμφανίζουν μια μη ευνοϊκή επίδραση στο σωματικό βάρος, η οποία ποικίλει από άτομο σε άτομο.

Ανεξάρτητα από αυτό, οι συγκεκριμένες θεραπευτικές παρεμβάσεις απαιτούν μεγαλύτερη προσπάθεια από τον ήδη πιεσμένο ασθενή για να διατηρήσει το βάρος του. Την τελευταία δεκαετία μεγάλη προσοχή έχει αποσπάσει μια σχετικά νέα κατηγορία, οι θεραπείες του συστήματος των ινκρετινών. Οι δυο φυσικές ινκρετίνες, το GLP-1 και το GIP, εκκρίνονται ταχύτατα μετά από γεύμα και επάγουν την έκκριση ινσουλίνης από τα βήτα κύτταρα του παγκρέατος – το GLP-1 επιπρόσθετα καταστέλλει και την έκκριση γλυκαγόνης, την πρόσληψη τροφής και την ταχύτητα κένωσης του στομάχου (Naucketal, AmJMed 2009). Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό, η ελάττωση της όρεξης, η αύξηση της ταχύτητας εμφάνισης κορεσμού στην τροφή, είτε κεντρικά, είτε μέσω της καθυστέρησης της γαστρικής κένωσης, καθιστά τα ανάλογα του φυσικού GLP-1 πολύ γοητευτικές επιλογές για τη ρύθμιση του σακχάρου με ταυτόχρονη ελάττωση του σωματικού βάρους. Το αποτέλεσμα είναι η ανάπτυξη μιας σειράς φαρμακευτικών παραγόντων, από τους οποίους η λιραγλουτίδη αποτελεί το φάρμακο αναφοράς, έχοντας ήδη χρησιμοποιηθεί σε περισσότερους από 3.000.000 ασθενείς παγκοσμίως.

Η μέχρι σήμερα κλινική εμπειρία με τη λιραγλουτίδη έχει δείξει ότι η δράση της στο σωματικό βάρος εξαρτάται από το μέγεθος της δόσης της. Όσο πιο μεγάλη είναι η δοσολογία της, τόσο πιο μεγάλο είναι το ποσοστό του βάρους που χάνεται και τόσο πιο πολλά τα άτομα που ανταποκρίνονται στην αγωγή. Με αυτά τα δεδομένα, η φαρμακευτική εταιρεία NovoNordisk A/S ξεκίνησε ένα πρόγραμμα μελέτης της λιραγλουτίδης στην παχυσαρκία, το οποίο ονόμασε SCALE. Τέσσερεις πολυκεντρικές, τυχαιοποιημένες, πολυεθνικές μελέτες στις οποίες συμμετείχαν πάνω από 5.500 ασθενείς και οι οποίες εστιάστηκαν σε άτομα υπέρβαρα ή / και παχύσαρκα (με κάποιο ποσοστό ήδη να έχει εμφανίσει προδιαβήτη) και σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη και παχυσαρκία. Ένα τμήμα του προγράμματος αφιερώθηκε στην επίδραση της λιραγλουτίδης στην πρόληψη επανάκτησης του σωματικού βάρους και στη μελέτη επιπλοκών της παχυσαρκίας, όπως τα φαινόμενα υπνικής άπνοιας.

Τα αποτελέσματα, που έχουν ήδη ανακοινωθεί, δείχνουν ότι η λιραγλουτίδη στη δόση των 3 mg οδηγεί ποσοστό μεγαλύτερο του 70% των ασθενών σε απώλεια βάρους μεγαλύτερης του 5%. Πιο ειδικά, στο σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 σε άτομα με μέσο σωματικό βάρος 106 κιλά και HbA1c 8,0%, ένα ποσοστό περίπου 75% των ασθενών έχασε περισσότερο από 5% του σωματικού του βάρους. Η ελάττωση της HbA1c ήταν μεσοσταθμικά στο επίπεδο του 1,3% και το αποτέλεσμα ήταν ποσοστό 65% των ασθενών να πετύχει το στόχο του 7%. Η εμφάνιση ανεπιθυμήτων ενεργειών από το γαστρεντερικό σύστημα (ναυτία, διάρροια) και οι υπογλυκαιμίες ήταν οι πιο συχνά αναφερόμενες (JAMA 2015). Λαμβάνοντας υπ’ όψιν αυτά τα δεδομένα, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων ενέκρινε πρόσφατα τη λιραγλουτίδη, σε συνδυασμό με τη δίαιτα και άσκηση, για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας σε άτομα που έχουν ΒΜΙ ≥30, ή σε άτομα με ΒΜΙ μεταξύ 27 και 30 που έχουν ήδη εμφανίσει επιπλοκές σχετιζόμενες με το αυξημένο σωματικό βάρος (διαβήτης, δυσλιπιδαιμία, αρτηριακή υπέρταση ή αποφρακτική υπνική άπνοια).

Ήδη, η λιραγλουτίδη για την παχυσαρκία κυκλοφορεί στις ΗΠΑ και σε κάποιες χώρες της Ευρώπης.


Τεύχος 42 σελίδα 30 Πατήστε εδώ

Related Post