∆ιαβήτης και ψυχικά νοσήματα

OΣακχαρώδης ∆ιαβήτης (Σ∆) είναι μία χρόνια μεταβολική νόσος. Εμφανίζεται όταν το πάγκρεας δεν παράγει ινσουλίνη [Σ∆ τύπου 1 (Σ∆1)], ή όταν συνυπάρχει διαταραχή στην παραγωγή της ινσουλίνης και την αποτελεσματική χρησιμοποίηση της από τον οργανισμό [Σ∆ τύπου 2 (Σ∆2)]. Συνολικά 415 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχουν Σ∆, ενώ εκτιμάται ότι 193 εκατομμύρια έχουν αδιάγνωστο Σ∆. Σε ποσοστό άνω του 90% ανέρχεται ο Σ∆2, ενώ τόσο ο Σ∆1 όσο και ο Σ∆2 οδηγούν σε μακροαγγειοπαθητικές και μικροαγγειοπαθητικές επιπλοκές, με αποτέλεσμα σοβαρή σωματική και ψυχολογική επιβάρυνση τόσο των πασχόντων όσο και των οικογενειών τους. Τα άτομα με ψυχικές ασθένειες (αγχώδεις διαταραχές, σχιζοφρένεια, διπολική διαταραχή, ή μείζονα καταθλιπτική διαταραχή) παρουσιάζουν συχνότερα Σ∆2. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι υπάρχει αμφίδρομη σχέση μεταξύ του Σ∆ και της ψυχικής υγείας, καθώς αλληλοεπηρεάζονται με ποικίλους τρόπους.

Επιπλέον, τα άτομα με Σ∆ και ψυχική νόσο έχουν δύο έως τρεις φορές μεγαλύτερο κίνδυνο για πρόωρο θάνατο σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό. Τα άτομα με ψυχική νόσο και Σ∆ έχουν μειωμένο (κατά μέσο όρο 10 – 20 έτη) προσδόκιμο επιβίωσης, λόγω αυξημένης συχνότητας καρδιαγγειακής νόσου. Παράγοντες που συμβάλλουν στη συχνότερη εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου σε αυτά τα άτομα είναι τα αντιψυχωσικά φάρμακα, ο ανθυγιεινός τρόπος ζωής και τα εμπόδια πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας.

ΨΥΧΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΣΑΚΧΑΡΩ∆Η ∆ΙΑΒΗΤΗ

Ο Σ∆ συχνά συνοδεύεται από επιπτώσεις στην προσωπικότητα και στις ψυχοσυναισθηματικές αντιδράσεις του πάσχοντος, όπως η παθητικότητα, η αδυναμία αποδοχής της πάθησης, συναισθήματα θυμού, απελπισίας και φόβου, δυσθυμία, άγχος, στρες και αγωνία, αλλαγή στην διάθεση για φαγητό, νευρικότητα, διαταραχές ύπνου και αυτοσυγκέντρωσης και μειωμένη ενεργητικότητα. Κάποιες φορές αισθάνονται αβοήθητοι, κάνουν αρνητικές σκέψεις, ενώ συχνά φέρουν αισθήματα ενοχής και παραίτησης από την ψυχική εξουθένωση λόγω της χρονιότητας της νόσου.

Η παθητικότητα, η άρνηση αποδοχής της νόσου και η ψυχική εξουθένωση οδηγούν σε συμπεριφορές που δε βοηθάνε στην επίτευξη και τη διατήρηση του θεραπευτικού στόχου, όπως μειωμένα κίνητρα για σωματική δραστηριότητα, διατροφική συμμόρφωση, τακτική λήψη αγωγής, συστηματικές μετρήσεις, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις θέτουν και άμεσα τη ζωή του ασθενούς σε κίνδυνο. Ο φόβος και ο θυμός που προκύπτουν τόσο από τον ενδεχόμενο στιγματισμό, όσο και από τις πιθανές επιπλοκές του διαβήτη (αμφιβληστροειδοπάθεια, νεφροπάθεια, καρδιοπάθεια, αγγειοπάθεια, διαβητικό πόδι, στυτική δυσλειτουργία), εκφράζονται συχνά από τα άτομα με Σ∆. Η ανάγκη για συμμόρφωση σε συγκεκριμένο τρόπο ζωής και προγραμματισμό, που επιβάλει αιματολογικούς ελέγχους, μετρήσεις σακχάρου, σωματική δραστηριότητα, συγκεκριμένα γεύματα, τακτική φαρμακευτική αγωγή, ενίοτε συνεπάγεται συναισθήματα θλίψης και απογοήτευσης απόρροια του πένθους απώλειας μιας ανέμελης ζωής. Λόγω των ανωτέρω, εκτιμάται ότι ο επιπολασμός της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής σε άτομα με Σ∆1 είναι 3 φορές υψηλότερος σε σχέση με το γενικό πληθυσμό (12% έναντι 3%) και διπλάσιος για άτομα με Σ∆2. Σημαντικά καταθλιπτικά συμπτώματα εμφανίζονται σε περίπου 1 στους 4 ασθενείς με Σ∆.

Οι γυναίκες είναι περισσότερο επιρρεπείς στην εμφάνιση κατάθλιψης. Άλλοι παράγοντες κινδύνου είναι η διάγνωση Σ∆ σε μικρή ηλικία, ο υψηλός δείκτης μάζας σώματος, η κακή γλυκαιμική ρύθμιση και η ύπαρξη επιπλοκών. Είναι επίσης σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι οι ασθενείς εκφράζουν δυσφορία λόγω της ύπαρξης Σ∆ (diabetes distress), μία κατάσταση που περιγράφει σημαντικές συναισθηματικές αντιδράσεις για τη διάγνωση του διαβήτη, τις απειλές των επιπλοκών που διατρέχουν, τις απαιτήσεις για αυτοδιαχείριση και τις μη υποστηρικτικές κοινωνικές δομές. Η κατάσταση αυτή απαντάται σε ποσοστό 45% των ατόμων με Σ∆. Μια έρευνα κατέγραψε τη στάση, τις επιθυμίες και τις ανάγκες των ατόμων με Σ∆ (Diabetes Attitudes, Wishes and Needs second study, DAWN2) σε 16.000 άτομα (άτομα με Σ∆, μέλη των οικογενειών τους και παρόχους υγειονομικής περίθαλψης) σε 17 χώρες.

Στη μελέτη αυτή βρέθηκε ότι το ποσοστό των ατόμων με Σ∆ που ήταν πιθανό να έχουν κατάθλιψη και άγχος σχετιζόμενο με τον Σ∆ (diabetes-related distress, DRD) ήταν 13,8% και 44,6%, αντίστοιχα, ενώ το ποσοστό κακής ποιότητας ζωής ανέρχονταν σε 12,2%. Ο Σ∆ είχε αρνητικό αντίκτυπο σε πολλές πτυχές της ζωής. Σε ένα ποσοστό της τάξης του 20,5% είχε αντίκτυπο στη σχέση με την οικογένεια ή τους φίλους και 62,2% στη σωματική υγεία. Περίπου το 40% (18,6% – 64,9%) από τα άτομα με Σ∆ ανέφερε ότι τα φάρμακα αποτελούσαν βασικό παράγοντα που παρενέβαινε στην ικανότητά τους να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή. Επιπλέον, συχνά χρησιμοποιούν αρνητικές στρατηγικές αντιμετώπισης της ζωής τους και πιο συχνά νιώθουν ότι ο διαβήτης θα επηρεάσει αρνητικά το μέλλον τους.

Η μη αντιμετώπιση των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων των ατόμων με Σ∆ μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση καρδιαγγειακών επιπλοκών και κατάθλιψης, η οποία με τη σειρά της μπορεί να επιφέρει γνωστική εξασθένηση και περαιτέρω να επιδεινώσει την ικανότητα για αυτοφροντίδα. Παρά την αναγνωρισμένη σημασία της ψυχολογικής υποστήριξης και της ανάγκης για προσωποκεντρική φροντίδα των ατόμων με Σ∆, μόλις το 48,8% εξ αυτών είχε λάβει ψυχολογική θεραπεία ή μέρος σε εκπαιδευτικές δραστηριότητες με στόχο τη σωστή διαχείριση του Σ∆. Μια αντίστοιχη μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε 108 άτομα με Σ∆2, που επιλέχθηκαν τυχαία από το εξωτερικό διαβητολογικό ιατρείο της Α’ Προπαιδευτικής Παθολογικής Κλινικής του Λαϊκού Νοσοκομείου, με στόχο την εκτίμηση του επιπολασμού της αδιάγνωστης κατάθλιψης και των παραγόντων με τους οποίους αυτή σχετίζεται, ανέδειξε ότι ποσοστό 19,4% των ασθενών είχε ήπια καταθλιπτική διαταραχή , 26,9% είχε μέτριας βαρύτητας καταθλιπτική διαταραχή , ενώ 3,7% παρουσίαζε μείζονα κατάθλιψη. Μεταξύ άλλων, η κατάθλιψη σχετίζονταν θετικά με τη μεγάλη διάρκεια του Σ∆ και με το χαμηλό επίπεδο σωματικής δραστηριότητας. Παρομοίως, σε μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε 69 ασθενείς με Σ∆1 στο ∆ιαβητολογικό κέντρο της Β’ Προπαιδευτικής κλινικής του ΑΠΘ, στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, βρέθηκε ότι τα συμπτώματα του διαβήτη επηρεάζουν καθοριστικά την ψυχοσυναισθηματική και λειτουργική κατάσταση των ασθενών, ενώ η κατάθλιψη εμφανίζεται ως ο ισχυρότερος παράγοντας που καθορίζει την ποιότητα ζωής τους.

ΨΥΧΙΚΕΣ ΝΟΣΟΙ ΠΟΥ ΣΥΝ∆ΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΣΑΚΧΑΡΩ∆Η ∆ΙΑΒΗΤΗ

Ο διαβήτης είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη νόσος σε άτομα με ψυχωσικές διαταραχές, συμπεριλαμβανομένης της σχι ζοφρένειας και των σχιζοσυναισθηματικών διαταραχών, όπως η διπολική διαταραχή και η κατάθλιψη. Ο ακριβής επιπολασμός είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, δεδομένου ότι ο Σ∆ είναι συχνά υποδιαγνωσμένος σε άτομα με ψύχωση. Ωστόσο, οι μελέτες δείχνουν ότι η συχνότητά του είναι 2 – 3 φορές μεγαλύτερη από εκείνη στον γενικό πληθυσμό. Η συσχέτιση μεταξύ του Σ∆ και της ψύχωσης είναι πολύπλοκη και πολυπαραγοντική. Πολλοί από τους παραδοσιακούς παράγοντες κινδύνου για το Σ∆ έχουν αυξημένο επιπολασμό σε ασθενείς με ψυχωσικές διαταραχές, όπως η υπέρταση, η υπερχοληστεριναιμία, η παχυσαρκία, το κάπνισμα, η περιορισμένη φυσική δραστηριότητα και η κακή διατροφή.

Πέραν όμως αυτών των παραγόντων κινδύνου, οι άνθρωποι με ψύχωση έχουν επιπλέον παράγοντες κινδύνου που μπορεί να ασκούν επιπρόσθετη ή ακόμα και συνεργική δράση. Τέτοιοι παράγοντες είναι η χρήση των αντιψυχωσικών φαρμάκων που μπορεί να έχουν διαβητογόνο επίδραση, μέσω της αύξησης του σωματικού βάρους είτε επάγοντας την αντίσταση στην ινσουλίνη. Οι επιπτώσεις των δυσμενών κοινωνικών συνθηκών, στις οποίες συχνότερα βρίσκονται ασθενείς με ψύχωση, έχουν επίσης ρόλο στην ανάπτυξη Σ∆. Το χαμηλό έως ανύπαρκτο εισόδημα, λόγω αδυναμίας απασχόλησης ή της δυσκολίας εύρεσης εργασίας, συνδέονται με αρνητικές συμπεριφορές υγείας, όπως περιορισμένη πρόσβαση σε υγιεινή διατροφή και υπηρεσίες υγείας, μη ικανοποιητικό περιβάλλον για άσκηση και ψυχαγωγική δραστηριότητα. Επιπρόσθετα, πολλές θεωρίες υποστηρίζουν κοινή γενετική βάση της ψύχωσης και του Σ∆2.

Γονίδια που ενοχοποιούνται για την εκδήλωση ψυχικής νόσου, ενοχοποιούνται και για την εμφάνιση Σ∆. Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι η μείζων καταθλιπτική διαταραχή μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη Σ∆ μέσω της υπερδραστηριότητας του άξονα υποθαλάμου – υπόφυσης – φλοιού επινεφριδίων καθώς και της μυελώδους μοίρας αυτών, με αποτέλεσμα αύξηση της αντίστασης στην ινσουλίνη. H κατάθλιψη σχετίζεται επίσης με ανθυγιεινή συμπεριφορά (κάπνισμα, χαμηλή φυσική δραστηριότητα, υψηλή πρόσληψη θερμίδων) και κεντρική παχυσαρκία, στοιχεία που επιτείνουν την ινσουλινοαντίσταση και οδηγούν σε διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη.

∆ΙΑΓΝΩΣΗ

Η Αμερικανική ∆ιαβητολογική Εταιρεία συνιστά ετήσιο έλεγχο για αποκλεισμό μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής σε περίπτωση που έχουν διαγνωστεί επιπλοκές του διαβήτη και σημαντική επιδείνωση της κλινικής κατάστασης του ασθενούς. Προκειμένου να τεθεί η διάγνωση, πρέπει να πληρούνται τουλάχιστον 5 συμπτώματα τα οποία δε προϋπήρχαν (βλέπε πίνακα 1) για διάστημα τουλάχιστον δύο εβδομάδων, ενώ αντίστοιχα είναι και τα συμπτώματα δυσφορίας λόγω της ύπαρξης Σ∆, ωστόσο μικρότερης βαρύτητας.

Παρόλα αυτά, η διάγνωση απαιτεί εμπειρία και προσεκτική εξέταση, δεδομένου ότι συμπτώματα κατάθλιψης μπορεί να υποδύεται και η απορρύθμιση του σακχάρου όπως π.χ. απώλεια βάρους ή αϋπνία.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η αντιμετώπιση της κατάθλιψης συμβάλει σε καλύτερα αποτελέσματα της θεραπείας του Σ∆, βελτιώνοντας τη γλυκαιμία, τη συμμόρφωση στην ενδεδειγμένη αγωγή, τη λειτουργικότητα και την ποιότητα ζωής του ατόμου με Σ∆. Ελαττώνει τη θνησιμότητα, ειδικά στους πιο ηλικιωμένους, και περιορίζει τη νοσηλευτική δαπάνη και γενικά το κόστος υγείας. Η συνεργασία θεράποντος του Σ∆ και ψυχιάτρου είναι επιβεβλημένη προκειμένου να διαγνωσθούν και να αντιμετωπιστούν τα δύο αλληλοσυνδεόμενα νοσήματα.

Η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία, μια μέθοδος επαναπροσδιορισμού των αρνητικών σκέψεων, είναι μια ευρέως τεκμηριωμένη, εμπειρικά επικυρωμένη ψυχοθεραπευτική μέθοδος υποβοήθησης των ασθενών, που μπορεί να βελτιώσει την τήρηση της φαρμακοθεραπείας, τα καταθλιπτικά συμπτώματα και τον γλυκαιμικό έλεγχο σε ασθενείς με Σ∆. Άλλες προσεγγίσεις περιλαμβάνουν τη διαπροσωπική θεραπεία, τη συνέντευξη κινητοποίησης, την ψυχοδυναμική θεραπεία και την εκπαίδευση αυτοδιαχείρισης του διαβήτη. Σε κάποιες περιπτώσεις ενδείκνυται και η φαρμακοθεραπεία με εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRIs), τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά και αναστολείς της επαναπρόσληψης σεροτονίνης – νορεπινεφρίνης (SNRIs). Άτομα διαγνωσμένα με ψυχική νόσο χωρίς εκδήλωση Σ∆ πρέπει να κινητοποιούνται για να ακολουθούν σωστή διατροφή, καθημερινή φυσική δραστηριότητα, τακτική ιατρική παρακολούθηση και διασφάλιση συνθηκών πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας. Επιπλέον, οι ιατροί πρέπει να γνωρίζουν την διαβητογόνο δράση ορισμένων αντιψυχωσικών φαρμάκων και να τα αποφεύγουν σε άτομα που έχουν αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση Σ∆.


Πίνακας 1: Συμπτώματα Μείζονος Κατάθλιψης και δυσφορίας λόγω του ∆ιαβήτη Πρέπει να είναι παρόντα επί τουλάχιστον 2 εβδομάδες και να συνεπάγονται σημαντική αλλαγή από την αρχική λειτουργική κατάσταση:


Τεύχος 49 σελίδα 41 Πατήστε εδώ

Related Post