Προδιαβήτης: μια ύπουλη απειλή που μπορεί να αντιμετωπισθεί

Ο σακχαρώδης διαβήτης (ΣΔ) αποτελεί μια μεταβολική διαταραχή η οποία έχει λάβει διαστάσεις επιδημίας με μεγάλες ατομικές και κοινωνικές επιπτώσεις επηρεάζοντας τη ζωή των ασθενών, του υγειονομικού προσωπικού και το κόστος των συστημάτων υγείας.

Στις ΗΠΑ, διαγνωσμένο ΣΔ έχουν πε-

ρισσότερα από 23 εκατομμύρια ασθενείς, ενώ άλλα 11 εκατομμύρια έχουν ΣΔ που δεν έχει διαγνωσθεί. Αντίστοιχα, στη χώρα μας εκτιμάται ότι οι ενήλικες με ΣΔ ανέρχονται στις 850.000, από τους οποίους διαγνωσμένο Σ Δ έχουν οι 600.000 και μη διαγνωσμένο οι 250.000. Επιπρόσθετα, περίπου 50 εκατομμύρια Αμερικάνοι και 700.000 Έλληνες έχουν προδιαβήτη, κατάσταση που σημαίνει ότι τα άτομα αυτά έχουν επίπεδα γλυκόζης στο αίμα πάνω από τα φυσιολογικά όρια, αλλά δεν βρίσκονται στα όρια εκείνα που ορίζουν τη διάγνωση του ΣΔ. Αποτελούν όμως άτομα από τα οποία ένα σημαντικό ποσοστό με την πάροδο του χρόνου θα εμφανίσει διαβήτη.

Τί είναι ο Προδιαβήτης

Μέχρι το 2003 χρησιμοποιούνταν ο όρος «δυσανεξία γλυκόζης» (glucose intolerance) για να περιγραφεί μια κατάσταση όπου η γλυκόζη ήταν πάνω από τα φυσιολογικά όρια, αλλά όχι τόσο ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί ΣΔ.

Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονταν τιμές γλυκόζης αίματος (σε άτομα νηστικά) από 100 έως 125 mg/dl (παθολογική γλυκόζη νηστείας), τιμές γλυκόζης αίματος (δύο ώρες μετά λήψη από το στόμα 75 γραμμαρίων γλυκόζης) μεταξύ 140 και 199 mg/dl (παθολογική ανοχή γλυκόζης), ή και τα δύο. Το 2005 χρησιμοποιήθηκε ο όρος «προδιαβήτης», για να περιγράψει αυτή την ενδιάμεση υπεργλυκαιμία που σημειώνεται πιο πάνω, ενώ το 2010 η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία περιέλαβε στον ορισμό του «προδιαβήτη» και τις ενδιάμεσες τιμές γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (από 5,7% έως 6,4%).

Ποια η σημασία της έγκαιρης διάγνωσης του προδιαβήτη

Υπολογίζεται ότι σε 70%, περίπου, των ατόμων με προδιαβήτη η διαταραχή θα εξελιχθεί σε σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔ-2). Κάθε χρόνο 5 – 10% των ατόμων με προδιαβήτη θα γίνουν διαβητικοί με όλες τις συνέπειες. Στο μυαλό των περισσοτέρων ατόμων ο προδιαβήτης λανθασμένα θεωρείται σαν μια αθώα κατάσταση.

Υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι, ακόμα και αν ο προδιαβήτης δεν μεταπέσει σε ΣΔ-2, ο κίνδυνος βλάβης της καρδιάς και των αγγείων είναι αυξημένος, γεγονός που δικαιολογεί την ανάγκη έγκαιρης διάγνωσης του προβλήματος και λήψης προληπτικών μέτρων. Ωστόσο, παρά το μέγεθος του προβλήματος, το βασικό ερώτημα παραμένει στο πως θα γίνει η διάγνωση του προδιαβήτη. Καμιά από τις δοκιμασίες που αναφέρθηκαν πιο πάνω δεν είναι 100% αξιόπιστη για τη διάγνωση του προδιαβήτη. Η προσδοκία ότι τα επίπεδα της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (τα οποία αντανακλούν τα μέσα επίπεδα γλυκόζης τους τελευταίους 3 μήνες και ενδεχομένως εκφράζουν περισσότερο αξιόπιστα τις μεταβολές της γλυκόζης στο αίμα) θα μπορούσαν να είναι περισσότερο αξιόπιστος δείκτης για τη διάγνωση του προδιαβήτη δεν επιβεβαιώθηκε από διάφορες μελέτες. Ως πλέον αξιόπιστος δείκτης παραμένουν τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα μετά από οκτάωρη νηστεία.

Φυσικά, είναι στη διακριτική ευχέρεια του γιατρού να επιλέξει τη μέθοδο με την οποία θα τεκμηριώσει την παρουσία του προδιαβήτη.

Τι προκαλεί την προοδευτική αύξηση του σακχάρου στο αίμα (ΣΔ-2)

Στα άτομα που έχουν την κληρονομική προδιάθεση να παρουσιάσουν διαβήτη και ο τρόπος ζωής τους είναι τέτοιος (παχυσαρκία, καθιστική ζωή, τροφή πλούσια σε λίπος κτλ) που να αυξάνει αυτή την πιθανότητα, παρατηρείται με τα χρόνια αύξηση του σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα. Στη διαδρομή αυτή παρατηρούμε τρία διαδοχικά στάδια: α) στο πρώτο στάδιο το σάκχαρο αυξάνει προοδευτικά, αλλά βρίσκεται σε επίπεδα χαμηλότερα από τα 100 mg/dl. β) στο δεύτερο στάδιο το σάκχαρο αίματος νηστείας βρίσκεται σε επίπεδα που, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, καθορίζουν τον προδιαβήτη και γ) στο τρίτο στάδιο το σάκχαρο αίματος αυξάνει περισσότερο, ώστε να πληρούται ο ορισμός του διαβήτη (σάκχαρο αίματος νηστείας πάνω από 125mg/dl ή σάκχαρο αίματος πάνω από 200mg/dl, ανεξάρτητα από τη νηστεία, ή 2 ώρες μετά από λήψη 75 γραμμαρίων γλυκόζης) Είναι, λοιπόν, φανερό ότι ο ΣΔ-2 αποτελεί το καταληκτικό στάδιο διαταραχών που ξεκινούν πολλά χρόνια πριν, (10 – 12 χρόνια) με τον προδιαβήτη να αποτελεί ένα ενδιάμεσο (μεταβατικό) στάδιο στην κλιμακούμενη εξέλιξη της διαταραχής του μεταβολισμού της γλυκόζης. Είναι ενδιαφέρον να δούμε τους μηχανισμούς που προκαλούν την προοδευτική αύξηση του σακχάρου που προαναφέρθηκε.

Είναι γνωστό ότι η γλυκόζη χρησιμοποιείται από τα κύτταρα του σώματος για τις ενεργειακές τους ανάγκες, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να περάσει στο εσωτερικό τους, κάτι που γίνεται με τη δράση της ινσουλίνης. Στα άτομα με κληρονομική προδιάθεση για διαβήτη η είσοδος της γλυκόζης μέσα στο κύτταρο γίνεται με δυσκολία (ειδικά στα κύτταρα των μυών, του ήπατος και του λιπώδους ιστού). Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται «ινσουλινοαντίσταση» και επιδεινώνεται με την παχυσαρκία, την απουσία σωματικής δραστηριότητας, την αυξημένη πρόσληψη λίπους με την τροφή, με διάφορα φάρμακα όπως η κορτιζόνη κτλ. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι η δύναμη της ινσουλίνης να βάζει μέσα στα κύτταρα τη γλυκόζη είναι μειωμένη. Η κατάσταση αυτή, λογικά, θα συνοδευόταν από άνοδο του σακχάρου στο αίμα, αν δεν αντιδρούσε ο οργανισμός με την αύξηση της παραγωγής ινσουλίνης από το πάγκρεας (απεικονίζεται στο σχήμα).

Η αύξηση της ινσουλίνης στο αίμα οδηγεί στην εξουδετέρωση της «ινσουλινοαντίστασης», οπότε η γλυκόζη εισέρχεται κανονικά μέσα στα κύτταρα και το σάκχαρο στο αίμα παραμένει φυσιολογικό. Πρόκειται δηλαδή για μια κατάσταση όπου το σάκχαρο είναι μέσα στα φυσιολογικά όρια, αλλά η ινσουλίνη στο αίμα είναι περισσότερη απ’ ότι σε συνομήλικα άτομα που δεν έχουν τη διαταραχή. Η εικόνα αυτή αντιστοιχεί στο πρώτο στάδιο. Με τα χρόνια, και εφόσον δεν υπάρξει φροντίδα ώστε να βελτιωθεί η «ινσουλινοαντίσταση» (πολύ περισσότερο αν επιδεινωθεί), επέρχεται εξάντληση των κυττάρων του παγκρέατος ώστε, ελαφρά στην αρχή και εντονότερα αργότερα, αδυνατούν να δώσουν στον οργανισμό την ποσότητα της ινσουλίνης που έχει ανάγκη (δες το σχήμα). Στο αρχικό στάδιο αυτής της φάσης το σάκχαρο αυξάνει στα επίπεδα που ορίζονται ως προδιαβήτης, ενώ η παραπέρα επιβάρυνση της λειτουργίας των β-κυττάρων του παγκρέατος οδηγεί σε μεγαλύτερη άνοδο του σακχάρου, τέτοια ώστε να χαρακτηρισθεί ως διαβήτης.

Είναι φανερό λοιπόν ότι εκτός από την «ινσουλινοαντίσταση» σημαντικός δεύτερος παράγοντας για την εμφάνιση του διαβήτη είναι η εξάντληση των β-κυττάρων του παγκρέατος, που εκκρίνουν την ινσουλίνη και συνεπώς παρουσιάζουν σχετική ανεπάρκεια να δώσουν την ποσότητα της ινσουλίνης που έχει ανάγκη ο οργανισμός για τη διατήρηση του σακχάρου σε φυσιολογικά επίπεδα.

Μπορεί να προληφθεί η εξέλιξη του προδιαβήτη σε ΣΔ-2

Από όσα περιγράφηκαν γίνεται φανερό ότι, ο προδιαβήτης αντιπροσωπεύει ένα ενδιάμεσο στάδιο στο οποίο δίνεται η δυνατότητα στον ασθενή να κινηθεί προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις: επιστροφή σε φυσιολογικά επίπεδα σακχάρου, ή επιδείνωση και εξέλιξη προς τον ΣΔ-2 με τις ανάλογες συνέπειες στην υγεία. του ατόμου σχετικά με το ποιόν δρόμο θα ακολουθήσει. Προϋπόθεση για την επιλογή είναι η γνώση. Αυτή την προϋπόθεση καλύπτει το παρόν κείμενο με τη βεβαιότητα ότι το τίμημα προς τη σωστή κατεύθυνση δεν είναι ανυπέρβλητο.

Αυτό που χρειάζεται είναι απόφαση για αλλαγή του τρόπου ζωής, που βασικά περιλαμβάνει καλύτερη διατροφή (ποσοτικά και ποιοτικά, δηλ μεσογειακή δίαιτα), αύξηση της σωματικής δραστηριότητας και, ως απόρροια των ανωτέρω, επαναφορά και διατήρηση του σωματικού βάρους σε φυσιολογικά επίπεδα. Η προσθήκη φαρμακευτικής αγωγής φαίνεται να ενισχύει το ευνοϊκό αποτέλεσμα της αλλαγής του τρόπου ζωής. Σε μιά πρόσφατη μελέτη, δύο ομάδες ατόμων με προδιαβήτη άλλαξαν τον τρόπο ζωής, αλλά στη μία εξ αυτών προστέθηκε και φαρμακευρική αγωγή με εξενατίδη. Η επάνοδος στην ευγλυκαιμία ήταν σημαντική και στις δύο ομάδες, με σχετική υπεροχή στην ομάδα που έλαβε το φάρμακο (77 έναντι 66 στα 100 άτομα). Σε άλλη μελέτη με φάρμακο της ίδιας κατηγορίας (λιραγλουτίδη), η πρόληψη της εξέλιξης του προδιαβήτη σε ΣΔ-2 κυμάνθηκε απο 84% έως 96%.

Στη μελέτη με τη μεγαλύτερη χρονική παρακολούθηση (5,5 χρόνια) δύο ομάδες ατόμων με προδιαβήτη άλλαξαν τον τρόπο της ζωής τους και παράλληλα έλαβαν η μία το αντιδιαβητικό φάρμακο μετφορμίνη και η άλλη εικονικό φάρμακο (δηλαδή δισκία που έμοιαζαν με εκείνα της μετφορμίνης αλλά δεν είχαν μέσα φάρμακο). Ανεξάρτητα από τη λήψη πραγματικού ή εικονικού φαρμάκου διαπιστώθηκε ότι η αλλαγή του τρόπου ζωής από μόνη της ελάττωσε κατά 60% την εξέλιξη του προδιαβήτη σε ΣΔ-2. Βέβαια, οι μελέτες στις οποίες στηρίζεται η παραπάνω θέση δεν είναι πολλές και οι περίοδοι παρακολούθησης των ατόμων με προδιαβήτη δεν είναι μεγάλες (κυμαίνονται μεταξύ 6 μηνών και 3 ετών, με εξαίρεση μία μόνο με χρονική διάρκεια 5,5 ετών), πλήν όμως οι πρώτες ενδείξεις είναι ενθαρυντικές.

Συμπεράσματα

  Σύμφωνα με όσα παρατέθηκαν, μπορεί να υποστηριχθεί ότι άτομα με κληρονομική προδιάθεση μπορούν να μειώσουν την πιθανότητα εμφάνισης ΣΔ-2 ακολουθώντας από νωρίς ένα τρόπο ζωής στηριζόμενο σε αυξημένη σωματική δραστηριότητα, υγιεινή διατροφή και διατήρηση κανονικού σωματικού βάρους. Αντίστοιχα, άτομα στο στάδιο του προδιαβήτη ακολουθώντας τους ίδιους κανόνες έχουν τη δυνατότητα να αναστείλουν την επιδείνωση της διαταραχής και την μετάπτωση του προδιαβήτη σε διαβήτη.

Οποιοδήποτε άτομο με σάκχαρο νηστείας στο αίμα σε επίπεδα μεταξύ 100 και 125 mg/dl (προδιαβήτης) οφείλει να προβληματισθεί και, σε συνεργασία με το θεράποντα γιατρό, να λάβει μέτρα τα οποία θα αντιστρέψουν ή θα καθυστερήσουν την εμφάνιση της υπεργλυκαιμίας. Για κάθε εχέφρονα πολίτη, με βάση τα στοιχεία, είναι αυτονόητη η ανάγκη ενημέρωσης των πολιτών με στόχο την εφαρμογή μέτρων πρόληψης, αλλά δυστυχώς όχι για την πολιτεία και αυτό αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού των ατόμων με διαβήτη. _


Τεύχος 41 σελίδα 22 Πατήστε εδώ

Related Post