Αντιμετώπιση των διαταραχών της ουροδόχου κύστης που σχετίζονται με το διαβήτη

Είναι γνωστό ότι ο σακχαρώδης διαβήτης (Σ∆) ο οποίος δεν ρυθμίζεται μπορεί να προκαλέσει βλάβες σε διάφορα όργανα του σώματος. Μερικές από τις βλάβες είναι γνωστές στα άτομα με διαβήτη ενώ άλλες όχι. Στις δεύτερες περιλαμβάνονται τα προβλήματα της ουροδόχου κύστης τα οποία παραμένουν σιωπηλά μέχρις ότου εμφανιστούν ξαφνικά. Η γνώση των προειδοποιητικών συμπτωμάτων και σημείων επιτρέπει στα άτομα με διαβήτη να απευθυνθούν έγκαιρα στο θεράποντα γιατρό και να τα αντιμετωπίζουν πριν προκληθεί σημαντική διαταραχή.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ∆ΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΣΤΗΣ

Συνήθη συμπτώματα είναι η συχνή επίσκεψη στην τουαλέτα (συχνουρία), το αίσθημα βάρους ή κράμπας στην περιοχή της ουροδόχου κύστης, η αίσθηση πιεστικής ανάγκης για ούρηση, η δυσκολία έναρξης της ούρησης, συμπτώματα από ουρολοιμώξεις, και συχνά η χωρίς τη βούληση του ατόμου απώλεια ούρων δηλαδή ακράτεια ούρων. Μια μελέτη στη Νορβηγία έδειξε ότι ακράτεια παρουσίαζε σχεδόν το 40 % των γυναικών με Σ∆ όταν το ποσοστό ήταν 25% σε γυναίκες χωρίς Σ∆.

ΠΩΣ Ο ∆ΙΑΒΗΤΗΣ ΕΠΗΡΕΑΖΕΙ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΥΣΤΗΣ

Στα άτομα με Σ∆ είναι γνωστό ότι, η μη ικανοποιητική ρύθμιση του σακχάρου συνοδεύεται από αυξημένο κίνδυνο βλάβης των νεύρων. Η βλάβη των νεύρων που ρυθμίζουν τη λειτουργία της ουροδόχου κύστης αποτελεί την κύρια αρχική αιτία που οδηγεί στην απώλεια της αίσθησης ότι η κύστη γέμισε. Συνέπεια αυτού είναι να συγκεντρώνεται στην κύστη μεγαλύτερη ποσότητα ούρων πριν το άτομο νοιώσει την ανάγκη να ουρήσει. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να συγκεντρωθούν στην κύστη έως 1 λίτρο ούρα, όταν το φυσιολογικό είναι 300 – 350 κυβικά εκατοστά. Στα αρχικά στάδια μπορεί να χάνεται η αίσθηση πληρότητας της κύστης πλην όμως το μυϊκό τοίχωμα της λειτουργεί ικανοποιητικά και προκαλεί το πλήρες άδειασμα. Ωστόσο με την πάροδο του χρόνου επέρχεται δυσλειτουργία και των μυών του τοιχώματος της κύστης με αποτέλεσμα την αδυναμία πλήρους κένωσης. Ωστόσο, πριν αυτό συμβεί, το άτομο με Σ∆ μπορεί να αντιληφθεί ορισμένα προειδοποιητικά συμπτώματα. Αρχικά δημιουργείται η αίσθηση ότι κάτι έχει αλλάξει στην αίσθηση ότι η κύστη έχει γεμίσει και πρέπει να αδειάσει. Συνήθως, υπάρχει ένα εντονότερο πιεστικό αίσθημα με τη μορφή «τσιμπήματος ή κράμπας» που μπορεί να γίνει εντονότερο εάν καθυστερήσει το άδειασμα της κύστης. Αρκετά άτομα αντιλαμβάνονται ότι το αρχικό πιεστικό αίσθημα αντικαθίσταται προοδευτικά από ένα βύθιο αίσθημα πίεσης ή βάρους στην περιοχή που δεν εκλαμβάνεται ως μήνυμα για κένωση της κύστης. Το αποτέλεσμα είναι να καθυστερεί η ούρηση και να διατείνεται η κύστη γεμίζοντας με μεγαλύτερη ποσότητα ούρων. Καθώς η κύστη συνεχίζει να διατείνεται από την όλο και μεγαλύτερη ποσότητα των ούρων, αρχίζει να χάνει τον μυϊκό της τόνο και τελικά αδυνατεί να τα αποβάλει πλήρως. Φυσιολογικά, στο τέλος της ούρησης μένουν στην κύστη 30 κυβικά εκατοστά ούρων ενώ στην περίπτωση της διαβητικής κύστης μπορεί να μένουν από 100 έως 200 κυβικά εκατοστά, ή ακόμα περισσότερα, ανάλογα με το βαθμό της βλάβης και τη διάρκεια του προβλήματος. Με την ατελή κένωση της κύστης συνδέονται, με τον ένα ή άλλο τρόπο, τα συμπτώματα της διαταραχής της στο Σ∆. Για παράδειγμα, όταν η κύστη δεν αδειάζει είναι φυσικό να γεμίζει νωρίτερα προκαλώντας συχνότερα την ανάγκη μετάβασης στην τουαλέτα. Εάν η κύστη δεν αδειάζει περιοδικά γεμίζει με περισσότερα ούρα που αυξάνουν την ενδοκυστική πίεση τόσο ώστε να ξεπερνιέται η αντίσταση του σφικτήρα της κύστης και να ακολουθεί ακράτεια ούρων. Η παραμονή σημαντικού υπολείμματος ούρων στην κύστη μετά την ούρηση αυξάνει επίσης τον κίνδυνο εμφάνισης ουρολοιμώξεων. Να μην παραγνωρίζεται ότι στο αρρύθμιστο διαβήτη αυξάνεται ο κίνδυνος λοιμώξεων λόγω δυσμενούς επίδρασης του στο αμυντικό σύστημα του οργανισμού Η βλάβη των νεύρων της ουροδόχου κύστης και η ακόλουθη δυσλειτουργία του μυϊκού τοιχώματος της κύστης, εάν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα, οδηγούν σε σοβαρή διαταραχή της λειτουργίας της που χαρακτηρίζεται ως «διαβητική κύστη». Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι, εκτός από τον Σ∆ υπάρχουν και άλλοι λόγοι που συμβάλλουν στη διαταραχή της λειτουργίας της ουροδόχου κύστης. Για παράδειγμα, η υπερτροφία του προστάτη που παρουσιάζεται με την αύξηση της ηλικίας εξίσου στους άνδρες με και χωρίς Σ∆.

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ∆ΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΤΗΣ ΚΥΣΤΗΣ

Βασική προϋπόθεση της αποτελεσματικής αντιμετώπισης των συμπτωμάτων είναι ο εντοπισμός της αιτίας. Στην περίπτωση της ακράτειας εάν αυτή οφείλεται σε φάρμακα τροποποιείται η θεραπευτική αγωγή, ενώ εάν πρόκειται για ουρολοίμωξη χορηγούνται αντιβιοτικά. Εάν δεν υπάρχει υποκείμενη αιτία των διαταραχών της λειτουργίας της κύστης προτείνονται αλλαγές στο τρόπο ζωής με θετική επίδραση. Στις αλλαγές αυτές που αποτελούν και τρόπους πρόληψης περιλαμβάνονται : 1. Καλή ρύθμιση του σακχάρου. Εκτός από την προστασία των νεύρων, προφυλάσσει από την εμφάνιση δίψας, την πρόσληψη περισσότερων υγρών και την παραγωγή μεγαλύτερης ποσότητας ούρων. 2. Ειδικές ασκήσεις για το δυνάμωμα των μυών της πυέλου. 3. Προγραμματισμός τακτικών κενώσεων της κύστης. 4. Προγραμματισμός των καθημερινών δραστηριοτήτων με βάση το ημερολόγιο συνηθειών της κύστης. 5. ∆ιατροφή πλούσια σε φυτικές ίνες για την αποφυγή δυσκοιλιότητας. 6. Ελάττωση του βάρους και διατήρηση του σε φυσιολογικά επίπεδα ώστε να αποφεύγεται η άσκηση πίεσης στην κύστη και το πυελικό τοίχωμα. 7. Εφαρμογή της μεθόδου της διπλής ούρησης για την πλήρη κένωση της κύστης. 8. Αποφυγή λήψης εφάπαξ μεγάλων ποσοτήτων υγρών. 9. Περιορισμός στη λήψη καφέ. 10. Αποφυγή λήψης πικάντικων τροφών που ερεθίζουν το ουροποιητικό σύστημα 11. Αποφυγή λήψης υγρών πριν την κατάκλιση. 12. Συζήτηση με τον θεράποντα γιατρό για τη χρήση φαρμάκων ή άλλων μέσων αντιμετώπισης της ακράτειας.

ΠΟΤΕ ΑΝΑΖΗΤΕΙΤΑΙ ΙΑΤΡΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ;

Όταν εμφανιστούν διαταραχές στην ούρηση που επηρεάζουν την καθημερινότητα των ατόμων με διαβήτη πρέπει το πρόβλημα να συζητηθεί με το γιατρό. Ο γιατρός θα μπορέσει να διαπιστώσει εάν η ακράτεια σχετίζεται άμεσα με το διαβήτη ή οφείλεται σε άλλη αιτία. Η διάγνωση της αιτίας θα επιτρέψει φυσικά και την θεραπευτική αντιμετώπιση του προβλήματος. Ωστόσο είναι χρήσιμο να τονιστεί ότι η γνώση των προειδοποιητικών σημείων διαταραχής της λειτουργία της κύστης και η έγκαιρη λήψη προληπτικών μέτρων μπορούν να απομακρύνουν την ανάγκη ιατρικής βοήθειας.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ∆ΙΑΒΗΤΙΚΗΣ ΚΥΣΤΗΣ

Γνωρίζοντας ότι κάθε περίπτωση είναι διαφορετική, στις ακραίες περιπτώσεις διαβητικής κύστης το σχέδιο αντιμετώπισης αρχίζει με την τοποθέτηση ουροκαθετήρα, ο οποίος παραμένει 5 με 7 ημέρες και επιτρέπει το συνεχές άδειασμα της. Μετά την αφαίρεση του καθετήρα, το επόμενο βήμα περιλαμβάνει την περιοδική πρόσκαιρη τοποθέτηση ουροκαθετήρα από τον ίδιο τον πάσχοντα, όταν χρειάζεται να αδειάσει η κύστη. Αυτό μοιάζει δύσκολο αλλά, συνήθως, είναι απλό χάρι στη βελτίωση των υλικών. Στη φάση αυτή το άδειασμα της κύστης γίνεται ανά 3 – 4 ώρες από το πρωί έως την ώρα της νυκτερινής κατάκλισης, ανεξάρτητα από το αν το άτομο νοιώθει ή όχι την ανάγκη να αδειάσει την κύστη. Φυσικά, τα πράγματα είναι πιο απλά εάν εφαρμοστεί από την αρχή ο αυτοκαθετηριασμός της κύστης. Μια καλή ιδέα είναι επίσης η εφαρμογή της «διπλής κένωσης» της κύστης. Στην περίπτωση αυτή το άτομο πηγαίνει στην τουαλέτα και αδειάζει την κύστη, επιστρέφει στην κανονική δραστηριότητα για 10 – 15 λεπτά και επανέρχεται στην τουαλέτα προσπαθώντας, για δεύτερη φορά, κένωση της κύστης. Ο αυτοκαθετηριασμός της κύστης μετά τη δεύτερη κένωση επιτρέπει τον υπολογισμό του υπολείμματος των ούρων και την τροποποίηση του χρόνου μεταξύ των καθετηριασμών. Τα προεκτεθέντα μοιάζουν απογοητευτικά για κάποιον ο οποίος εμφανίζει συμπτώματα διαβητικής κύστης. Ευτυχώς, ο ως άνω χειρισμός είναι αποτελεσματικός αφού το συνεχές άδειασμα της κύστης επιτρέπει την ανάκαμψη της λειτουργίας του κυστικού τοιχώματος. Σε αρκετά άτομα επανέρχεται το αίσθημα πλήρωσης που οδηγεί στην έγκαιρη κένωση της κύστης. Παρόλα αυτά, η πρόληψη αποτελεί την καλλίτερη προσέγγιση.


Τεύχος 52 σελίδα 51 Πατήστε εδώ

Related Post