O σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 (ΣΔτ1) είναι ένα χρόνιο νόσημα στο οποίο χρειάζεται να χορηγείται δια βίου εξωγενώς ινσουλίνη για τη σωστή ρύθμιση του σακχάρου και επιπλέον να γίνεται μέτρηση των επιπέδων του σακχάρου συχνά κατά τη διάρκεια της ημέρας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διαταράσσεται η καθημερινότητα των παιδιών με ΣΔτ1, αλλά και των οικογενειών τους, η δε προσαρμογή στις συνήθεις δραστηριότητες τους να είναι δύσκολη. Μια από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γονείς των παιδιών με ΣΔτ1 είναι και η συμμετοχή των νηπίων τους στο πρόγραμμα των βρεφονηπιακών σταθμών. Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας δεν μπορούν, αφενός μεν να διαχειριστούν την αυτορρύθμιση του σακχάρου, αφετέρου δε μπορεί να προειδοποιήσουν έγκαιρα για τα πρώιμα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας. Χρειάζονται, επομένως, κάποιο άτομο που να είναι κατάλληλα ενημερωμένο και υπεύθυνο για το παιδί. Οι παιδαγωγοί των βρεφονηπιακών σταθμών από την άλλη πλευρά συνήθως δεν είναι ενημερωμένοι για το νόσημα.
Ειδικότερα στους δημόσιους παιδικούς σταθμούς, όπου υπάρχει πληθώρα παιδιών ανά παιδαγωγό, η σωστή παρακολούθηση των παιδιών με ΣΔτ1 προκαλεί πανικό. Επιπλέον, το δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης στην Ελλάδα δεν προνοεί για την ύπαρξη νοσηλευτικού προσωπικού που θα μπορούσε να βοηθήσει στην παρακολούθηση των παιδιών με χρόνιο νόσημα στους παιδικούς σταθμούς και στα σχολεία. Με βάση τα παραπάνω, το πρώτο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι γονείς των βρεφών και νηπίων με ΣΔτ1 είναι η αποδοχή της αίτησης εγγραφής στους παιδικούς σταθμούς, όπου είναι σύνηθες φαινόμενο να απορρίπτονται τα παιδιά με ΣΔτ1. Πώς αντιμετωπίζουν το θέμα οι γονείς; Η απάντηση δεν είναι τόσο απλή. Από την μια πλευρά υπάρχει ο κανονισμός λειτουργίας των παιδικών σταθμών (ΦΕΚ 497/2002), σε ό,τι αφορά την εγγραφή των παιδιών, στο άρθρο 7, όπου αναφέρονται τα εξής: «Δικαίωμα εγγραφής στους Παιδικούς και Βρεφονηπιακούς Σταθμούς έχουν όλα τα παιδιά, σύμφωνα με τις ειδικές προβλέψεις του παρόντος άρθρου, απαγορευομένης απολύτως της εγγραφής παιδιών, εφόσον και για όσο διάστημα πάσχουν από μεταδοτικά νοσήματα.
Παιδιά που πάσχουν από σωματικές, πνευματικές ή ψυχικές παθήσεις, εγγράφονται στο σταθμό, εφόσον υπάρχει πιστοποίηση ειδικού γιατρού Κρατικού Νοσηλευτικού Ιδρύματος ή Ασφαλιστικού Οργανισμού ότι τούτο είναι ωφέλιμο για το παιδί, ότι δεν υπάρχει πρόβλημα φιλοξενίας του παιδιού στον Σταθμό και εφόσον ο Σταθμός διαθέτει την αναγκαία υποδομή». Είναι κατανοητό ότι αφήνει περιθώριο στο να απορριφθεί η αίτηση των παιδιών με διάφορες αιτιολογίες από την πλευρά των παιδαγωγών. Η φοίτηση σε βρεφονηπιακό σταθμό δεν είναι υποχρεωτική, με εξαίρεση την φοίτηση στο νηπιαγωγείο, αλλά είναι πολύ σημαντική για την ψυχοκινητική και νοητική εξέλιξη των παιδιών προσχολικής ηλικίας. Οι γονείς των παιδιών με ΣΔτ1, εφόσον επιθυμούν τα παιδιά τους να εγγραφούν σε παιδικό σταθμό, θα πρέπει καταρχήν να ενημερώσουν για την πάθηση του παιδιού κατά την υποβολή της αίτησης και να γνωρίζουν αν μπορεί το παιδί τους να γίνει δεκτό ή όχι, διαφορετικά θα πρέπει να αποτανθούν αλλού. Το σημαντικότερο όμως δεν είναι η αποδοχή του παιδιού στον βρεφονηπιακό σταθμό αλλά η ασφαλής παραμονή του σε αυτό.
Είναι γνωστό ότι για την επίτευξη του καλού γλυκαιμικού ελέγχου είναι απαραίτητος ο έλεγχος πρόσληψης της τροφής, η ανελλιπής λήψη της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής και η κανονική φυσική δραστηριότητα. Σε αυτή την προσπάθεια σημαντικό ρόλο έχει το προσωπικό των παιδικών σταθμών, το οποίο πρέπει να διαθέτει μια στοιχειώδη ενημέρωση για τον σακχαρώδη διαβήτη. Ένα μέρος του προσωπικού θα πρέπει επίσης να έχει εκπαιδευτεί κατάλληλα για την αντιμετώπιση των επειγουσών καταστάσεων που μπορεί να παρουσιαστούν, πχ υπογλυκαιμία. Σύμφωνα με τις οδηγίες της Αμερικανικής Ένωσης για τον Διαβήτη (ADA, American Diabetes Association), το κάθε παιδί με ΣΔτ1 ακολουθεί εξατομικευμένο πρόγραμμα θεραπευτικής αντιμετώπισης (DMMP, Diabetes Medical Management Plan) το οποίο καθορίζεται από τον θεράποντα ιατρό. Το πρόγραμμα αυτό θα πρέπει να παραδίδεται στον υπεύθυνο του παιδικού σταθμού και να περιέχει οδηγίες για το πότε γίνεται η μέτρηση του σακχάρου, αν απαιτείται χορήγηση ινσουλίνης, τα κύρια και ενδιάμεσα γεύματα με ακρίβεια, αντιμετώπιση υπο – ή υπεργλυκαιμίας, συμμετοχή σε φυσική δραστηριότητα.
Τι πρέπει να κάνει ο γονέας / κηδεμόνας; Εκτός από το πρόγραμμα αγωγής που αναφέρθηκε προηγουμένως, πρέπει να παραδώσει στον υπεύθυνο του παιδικού σταθμού τα υλικά και τον εξοπλισμό που είναι απαραίτητα για την μέτρηση του σακχάρου αλλά και για τη χορήγηση ινσουλίνης / γλυκαγόνης. Επίσης, πρέπει ο διευθυντής του παιδικού σταθμού να έχει τα τηλέφωνα επικοινωνίας του θεράποντα ιατρού, σε περίπτωση που χρειάζεται να λυθεί κάποια απορία ή παρουσιαστεί έκτακτη ανάγκη. Από την πλευρά του βρεφονηπιακού σταθμού, θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα παρουσίας νοσηλεύτριας / νοσηλευτή που θα βοηθά στις μετρήσεις σακχάρου και στην χορήγηση αγωγής (ινσουλίνη, γλυκαγόνη), αλλά και η δυνατότητα εκπαίδευσης μέρος του προσωπικού του σταθμού με τις ικανότητες που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Επειδή, σε ό,τι αφορά την ελληνική πραγματικότητα, μάλλον είναι σχεδόν αδύνατη η παρουσία ειδικά εκπαιδευμένου νοσηλευτικού προσωπικού στην πλειοψηφία των παιδικών σταθμών της χώρας μας, ο θεράπων ιατρός συνήθως συστήνει το πρωί κρυσταλλική ινσουλίνη ως γευματική, έτσι ώστε να μην χρειαστεί να χορηγηθεί ινσουλίνη στον σταθμό, παρά μόνο όταν το παιδί γυρίσει στο σπίτι του. Ακόμα και έτσι όμως, η σωστή μέτρηση του σακχάρου είναι απαραίτητη, ειδικά για την πρώιμη διάγνωση και αντιμετώπιση της υπογλυκαιμίας.
Επομένως, το προσωπικό του σταθμού θα πρέπει να γνωρίζει τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας, την αντιμετώπισή της και να δίνεται στο παιδί η δυνατότητα χορήγησης ενδιάμεσων γευμάτων, άν χρειαστεί, εκτός από αυτά που προβλέπει το πρόγραμμα του σταθμού
Τεύχος 41 σελίδα 40 Πατήστε εδώ