Τα οφέλη των φυτικών ινών στην υγεία

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ∆ΙΑΙΤΗΤΙΚΕΣ ΙΝΕΣ

Οι διαιτητικές ίνες είναι µη πέψιµοι υδατάνθρακες (δηλ. κυτταρίνη, ηµικυτταρίνη, β-γλυκάνες, πηκτίνες, φρουκτάνες, και ανθεκτικό άµυλο) και λιγνίνες άθικτες και εγγενείς σε φρούτα, λαχανικά, όσπρια και δηµητριακά. Χηµικά, οι διαιτητικές ίνες περιλαµβάνουν µη αµυλούχους πολυσακχαρίτες όπως κυτταρίνη, ηµικυτταρίνη, β-γλυκάνες, πολυφρουκτόζες (δηλ. ινουλίνη), φυσικά κόµµεα και ετεροπολυµερή (δηλ. πηκτίνη) καθώς και φυσικούς ή συνθετικά παραγόµενους ολιγοσακχαρίτες (δηλαδή φρουκτο-ολιγοσακχαρίτες, γαλακτο-ολιγοσακχαρίτες). Αυτές οι ενώσεις διαφέρουν κατά πολύ στις δοµικές, φυσικές και χηµικές ιδιότητες τους, δηλαδή στην υδατοδιαλυτότητα, στο ιξώδες, στην ικανότητα σύνδεσης, στη διόγκωση και στη ζύµωση. Οι αδιάλυτες ίνες περιλαµβάνουν κυτταρίνη, ηµικυτταρίνες και λιγνίνη, οι οποίες αποτελούν µείζονα συστατικά των κυτταρικών τοιχωµάτων των φυτών. Οι αδιάλυτες ίνες αποτελούν το κύριο συστατικό των κλασµάτων των διαιτητικών ινών στα δηµητριακά, τους κόκκους, τα λαχανικά και τα φρούτα. Ωστόσο, είναι σηµαντικό να σηµειωθεί ότι τα περισσότερα πλούσια σε ίνες τρόφιµα περιέχουν διαλυτές, αδιάλυτες (µη) ζυµώσιµες ίνες σε ποικίλες αναλογίες. Τρόφιµα πλούσια σε αδιάλυτες ίνες, όπως δηµητριακά ολικής αλέσεως, συσχετίζονται σε µελέτες παρατήρησης σταθερά µε µειωµένο κίνδυνο ανάπτυξης σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Σύµφωνα µε την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίµων (EFSA), η ηµερήσια πρόσληψη 25 γρ. φυτικών ινών θεωρείται επαρκής για τους ενήλικες. Για τα παιδιά (>1ου έτους) η ηµερήσια πρόσληψη των φυτικών ινών βασίζεται σε αυτή των ενηλίκων µε κατάλληλη προσαρµογή στην ενεργειακή τους πρόσληψη. Μια πλούσια σε ίνες διατροφή είναι χαµηλότερη σε ενεργειακή πυκνότητα, συχνά έχει χαµηλότερη περιεκτικότητα σε λίπος, είναι µεγαλύτερη σε όγκο και είναι πλουσιότερη σε µικροθρεπτικά συστατικά. Αυτή η µεγαλύτερη µάζα τροφίµων χρειάζεται περισσότερο χρόνο πέψης και η παρουσία της στο στοµάχι µπορεί να προκαλέσει µια αίσθηση κορεσµού νωρίτερα. Ο χρόνος της γαστρικής κένωσης είναι ένας σηµαντικός παράγοντας ρύθµισης της γλυκόζης στο αίµα καθώς και της γενικότερης µεταβολικής υγείας, µέσω επιδράσεων στην απορρόφηση θρεπτικών ουσιών και τη µικροβιακή σύνθεση. Οι διαιτητικές ίνες έχουν την ιδιότητα να καθορίζουν το χρόνο της µεταφοράς της τροφής προσφέροντας µε αυτό τον τρόπο ωφέλιµες επιδράσεις που συµβάλλουν στη µείωση του κινδύνου εµφάνισης µεταβολικών ασθενειών όπως η παχυσαρκία και ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 (Σ∆2). Μια πρόσφατη µετα-ανάλυση µε περισσότερους από 15.000 συµµετέχοντες κατέληξε στο συµπέρασµα ότι η αύξηση της πρόσληψης ινών δηµητριακών µείωσε τον κίνδυνο ανάπτυξης Σ∆2 κατά 25% ανεξάρτητα από τον δείκτη µάζας σώµατος.

ΕΠΙ∆ΡΑΣΗ ∆ΙΑΛΥΤΩΝ-ΙΞΩ∆ΩΝ ΙΝΩΝ ΣΤΗ ΓΛΥΚΑΙΜΙΑ

Οι διαλυτές, ιξώδεις ίνες περιλαµβάνουν πολυσακχαρίτες όπως φυτικές πηκτίνες, β-γλυκάνες, φλοιούς ψύλλιο/ισπαγκούλα, φυσικά κόµµεα, γαλακτοµαννάνες και αλγινικά. Αφού διαλυθούν στο νερό, οι ιξώδεις ίνες σχηµατίζουν πηκτές ή/και πυκνώνονται, ένα φυσικοχηµικό χαρακτηριστικό που µπορεί να επηρεάσει την κινητικότητα του εντέρου και τους ρυθµούς απορρόφησης της γλυκόζης, των τριγλυκεριδίων και της χοληστερόλης. Σε τυχαίες, ελεγχόµενες µελέτες βρέθηκε ότι οι ίνες που σχηµατίζουν ιξώδη ή/και πηκτώµατα µπορεί να βελτιώσουν τις γλυκαιµικές και τις ινσουλιναιµικές αποκρίσεις. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισµός για την Ασφάλεια των Τροφίµων ενέκρινε τον ισχυρισµό ότι η κατανάλωση 4γρ β-γλυκανών (που προέρχονται από κριθάρι και βρώµη) ανά 30γρ διαθέσιµων υδατανθράκων επαρκεί για τη µείωση της συγκέντρωσης γλυκόζης στο εύρος κλινικής σηµασίας Το παχύρρευστο ινώδες psyllium έχει αναφερθεί ότι µειώνει τις µεταγευµατικές συγκεντρώσεις γλυκόζης και βελτιώνει την ευαισθησία στην ινσουλίνη σε υγιή, παχύσαρκα και µε Σ∆2 άτοµα. Παρόµοια, η συµπληρωµατική χορήγηση 6 εβδοµάδων φυσικού, µερικώς υδρολυµένου, κόµµεος guar µείωσε τη συγκέντρωση γλυκόζης νηστείας και ινσουλίνης σε υγιείς άνδρες και τη συγκέντρωση γλυκοζυλιωµένης αιµοσφαιρίνης σε ασθενείς µε Σ∆2. Επιπρόσθετα, αξίζει να σηµειωθεί ότι η πρόσληψη πηκτινών και β-γλυκανών συνοδευτηκε από οξεία µείωση της υποκειµενικής κατάστασης της όρεξης και της έντονης ενεργειακής πρόσληψης.

ΕΠΙ∆ΡΑΣΕΙΣ ∆ΙΑΛΥΤΩΝ, ΜΗ ΙΞΩ∆ΩΝ ΙΝΩΝ ΣΤΗ ΓΛΥΚΑΙΜΙΑ

Οι διαλυτές, µη ιξώδεις ίνες είναι φρουκτάνες (ολιγοσακχαρίτες ινουλίνης, φρουκτο-ολιγοσακχαρίτες, γαλακτοκτο-ολιγοσακχαρίτες, ξυλο – και – αραβινοξυλάνης, ανθεκτικά άµυλα και ανάλογοι πολυσακχαρίτες, όπως η πολυδεξτρόζη, που µπορούν να ζυµωθούν από τους µικροοργανισµούς που υπάρχουν στο παχύ έντερο. Μερικές διαλυτές ίνες όπως η ινουλίνη, οι φρουκτο-ολιγοσακχαρίτες, οι γαλακτο-ολιγοσακχαρίτες και οι ξυλο-ολιγοσακχαρίτες ταξινοµούνται ως µη πέψιµα πρεβιοτικά που ορίζονται ως «ένα υπόστρωµα που χρησιµοποιείται εκλεκτικά από µικροοργανισµούς ξενιστές που προσφέρουν όφελος για την υγεία». Η πρόσληψη ινουλίνης, φρουκτο-ολιγοσακχαριτών και γαλακτο-ολιγοσακχαριτών έχει ως αποτέλεσµα αυξηµένη αφθονία βακτηριακών ειδών που σχετίζονται µε ευεργετικές επιδράσεις στην υγεία όπως τα µπιφιντοβακτήρια και οι γαλακτοβάκιλλοι. Τα γένη αυτά έχουν συσχετιστεί µε διάφορα ευερ γετικά αποτελέσµατα, όπως η ενίσχυση της λειτουργίας των φραγµών του εντέρου, η βελτίωση της ανοσίας του βλεννογόνου του ξενιστή, η αυξηµένη παραγωγή λιπαρών οξέων βραχέας αλύσου και η προστασία από τα ευκαιριακά παθογόνα του εντέρου. Οι φρουκτο-ολιγοσακχαρίτες και οι γαλακτο-ολιγοσακχαρίτες βελτιώνουν την οµοιόσταση της γλυκόζης, µειώνουν τα λιπίδια του ορού και µειώνουν την αύξηση βάρους κατά τη διάρκεια µιας δίαιτας µε υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά. Όσον αφορά τη γλυκαιµία, οι δοκιµές ανθρώπινης παρέµβασης αναφέρουν βελτιωµένες µεταγευµατικές συγκεντρώσεις γλυκόζης και ινσουλίνης σε υγιείς και παχύσαρκους εθελοντές. Μια πρόσφατη, συστηµατική ανασκόπηση συνόψισε 20 τυχαιοποιηµένες ελεγχόµενες δοκιµές, σε υγιή, παχύσαρκα και άτοµα µε Σ∆2, µε συµπληρώµατα φρουκτάνης τύπου ινουλίνης (φρουκτο-ολιγοσακχαρίτες, γαλακτο-ολιγοσακχαρίτες, ινουλίνη και µείγµατα). Η συνολική ανάλυση έδειξε ότι οι συγκεντρώσεις ινσουλίνης νηστείας και γλυκόζης µειώθηκαν σε άτοµα µε Σ∆2.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Τα δηµητριακά αποτελούν µία από τις κύριες πηγές φυτικών ινών, συµβάλλοντας στο 50% περίπου της πρόσληψης ινών. Στις δυτικές χώρες, 30% – 40% των διαιτητικών ινών µπορεί να προέρχονται από λαχανικά, περίπου 16% από φρούτα και το υπόλοιπο 3% από άλλες δευτερεύουσες πηγές. Τα επεξεργασµένα τρόφιµα – όπως τα κονσερβοποιηµένα φρούτα και λαχανικά, τα άσπρα ψωµιά, τα ζυµαρικά, και τα δηµητριακά µη ολικής αλέσεως βρίσκονται χαµηλότερα στην κατάταξη της περιεκτικότητας των τροφίµων σε φυτικές ίνες. Οι υποκείµενοι µηχανισµοί των αδιάλυτων ινών στη βελτίωση της οµοιόστασης της γλυκόζης και στον περιορισµό του κινδύνου Σ∆2 µπορεί (εν µέρει) να σχετίζονται µε τις επιδράσεις στη γαστρεντερική µεταφορά της τροφής. Οι ιξώδεις ίνες µπορούν να καθυστερήσουν τη µεταγευµατική γλυκαιµία που προκαλείται από µεταβολές στην γαστρική εκκένωση. Οι αδιάλυτες ίνες είναι πιο αποτελεσµατικές στην αύξηση του χρόνου διέλευσης της τροφής στο παχύ έντερο επηρεάζοντας πιθανώς την τοπική σύνθεση ευεργετικών για την υγεία µικροβίων. Επιπρόσθετα, η ζύµωση των διαιτητικών ινών στο παχύ έντερο µπορεί να µεταβάλει την ανάπτυξη συγκεκριµένων βακτηρίων του εντέρου, να επηρεάσει την παραγωγή και τη σύνθεση λιπαρών οξέων βραχείας αλυσίδας και έτσι να επηρεάσει την έκκριση πεπτιδίων που ρυθµίζουν ευνοϊκά την όρεξη.


Τεύχος 52 σελίδα 37 Πατήστε εδώ

Related Post