Συνέντευξη: Αργυρόπουλος Αργύρης

Ενδοκρινολόγος π. διευθυντής διαβητολογικού ιατρείου Νοσοκομείου Νίκαιας

« Αυτό όμως, που θεωρώ ως σημαντικό μήνυμα, που αξίζει να «περάσει» στους νυν και τους υποψήφιους διαβητικούς, είναι – όπως προέκυψε από σειρά μετα-αναλύσεων στα δεδομένα των μεγάλων μελετών θεραπευτικής παρέμβασης σε διαβητικούς τύπου 1 και 2 – ότι, υπάρχουν αξιόπιστες ενδείξεις, οι οποίες συνηγορούν υπέρ της άποψης του καθοριστικού ρόλου της πρώϊμης διάγνωσης της νόσου και της δραστικής θεραπευτικής παρέμβασης για την αντιμετώπισή της. Και τούτο, επειδή τα δύο αυτά στοιχεία φαίνεται να λειτουργούν ως προστατευτική μελλοντική ασπίδα κατά των επιπλοκών, ακόμη και για μεταγενέστερες περιόδους στην εξελικτική πορεία της νόσου, στις οποίες για ποικίλους λόγους η ρύθμισή της δεν είναι όσο ικανοποιητική θα έπρεπε »

 

→ Λαμβάνοντας υπόψη τις ραγδαίες εξελίξεις, που συντελούνται στο χώρο της υγείας, εξαιτίας των σημαντικών μειώσεων στις παροχές και στα κονδύλια, που δίνονται για την περίθαλψη των πολιτών αυτής της χώρας, διαμορφώνεται ένα νέο τοπίο στο χώρο της υγείας. Το Υπουργείο Υγείας κάνει συνεχώς περικοπές σε φάρμακα και παροχές, δημιουργώντας ανασφάλεια στους ασφαλισμένους και, κυρίως, στα άτομα με διαβήτη. Η ευπαθής αυτή ομάδα καλείται να πληρώσει πολλά περισσότερα χρήματα, για να καλύψει τις φαρμακευτικές της ανάγκες. Πως κρίνετε την κατάσταση, όπως αυτή διαμορφώνεται. Πιστεύετε ότι, θα επηρεάσει στο άμεσο μέλλον την υγεία των διαβητικών ατόμων. Επίσης, θεωρείτε ότι, λειτουργούν αποτελεσματικά, για τις ανάγκες των ατόμων με διαβήτη, τα εξωτερικά διαβητολογικά ιατρεία;

Είναι θλιβερό και συνάμα εξοργιστικό να συνειδητοποιεί κανείς ότι, η αναμφιβόλως απαραίτητη και επιβαλλόμενη στη χώρα μας δημοσιονομική προσαρμογή καταλύει κατά βάναυσο τρόπο το αγλάϊσμα της ευρωπαϊκής αντίληψης και κουλτούρας για την κοινωνική πρόνοια, όπως εξελίχθηκε με αγώνες και θυσίες στην πολυτάραχη ιστορία της γηραιάς ηπείρου κατά τους δύο τελευταίους αιώνες. Το λεγόμενο «κοινωνικό κράτος», ή «κράτος πρόνοιας», που θεωρείται ένα από τα πλέον σημαντικά ευρωπαϊκά κεκτημένα, φαίνεται ότι, ροκανίζεται ύπουλα και μεθοδικά, ιδίως στον ευρωπαϊκό νότο και οδηγεί βαθμιαία σε διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής. Κανείς βεβαίως δε μπορεί ν’ αμφισβητήσει ότι, η σπατάλη στη φαρμακευτική δαπάνη, που ανήρχετο στα 5,5 δισεκατομμύρια ευρώ κατά την έναρξη της οικονομικής κρίσης προ 5ετίας, έπρεπε να αντιμετωπιστεί δραστικά, αλλά τα περίπου 2 δις ευρώ, που δαπανώνται σήμερα, συνιστούν κατακόρυφη πτώση, που οδήγησε, πλην των άλλων, σε στρεβλώσεις και ελλείψεις στη φαρμακευτική αγορά. Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα η εθνική κατά κεφαλήν φαρμακευτική δαπάνη, η οποία ανέρχεται στα 180 ευρώ περίπου και αντιστοιχεί μόλις στο 55% του μέσου όρου της Ευρώπης «των 27» (ο μέσος όρος της εθνικής κατά κεφαλήν φαρμακευτικής δαπάνης στην ευρωζώνη ανέρχεται στα 300 ευρώ) δεν είναι αποτέλεσμα «υγιών περικοπών», αλλά απότοκο του βάναυσου αποκλεισμού των Ελλήνων από τη φαρμακευτική περίθαλψη, ιδιαιτέρως των ευπαθών νοσολογικά ομάδων, στις οποίες συγκαταλέγονται και οι διαβητικοί.

Συνεπώς, ουδείς μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο ο φαρμακευτικός αυτός αποκλεισμός να έχει επιπτώσεις στη ρύθμιση του διαβήτη τους και να οδηγήσει σε δυσμενή μελλοντικώς έκβαση της νόσου τους. Λύση του προβλήματος θα μπορούσε να επιτευχθεί στο πλαίσιο ενός συναινετικού διαλόγου μεταξύ της πολιτείας και των εμπλεκόμενων στη φαρμακευτική δαπάνη παραγόντων (φαρμακοβιομηχανία, ιατρικό σώμα, φαρμακοποιοί). Όσον αφορά την δυσλειτουργία του ΕΣΥ – γνωστές και πολλάκις επισημανθείσες διαχρονικώς, ήδη από τον ιδρυτικό του νόμο (1397/1983) και την εν συνεχεία οργάνωση του- που επιδεινώθηκαν λόγω της οικονομικής κρίσης (αθρόες συνταξιοδοτήσεις κατά την τελευταία 5ετία και μη ανανέωση της στελέχωσης του), προφανώς επηρεάζουν αρνητικά και οδηγούν σε πλημμελή κάλυψη των διαβητικών. Ωστόσο πιστεύω ότι, με την ίδρυση και λειτουργία του ΕΟΠΥΥ αρχικώς και τελευταία του ΠΕΔΥ, παρά τα γνωστά μύρια όσα προβλήματα τους, λόγω της οικονομικής κρίσης, εξασφαλίζονται οι απαραίτητες βασικές υγειονομικές δομές, οι οποίες μελλοντικώς ελπίζω ότι, θα συμβάλουν, με τη βοήθεια της δημοσιονομικής εξυγίανσης και την αναμενόμενη παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, στην αποσυμφόρηση και την αποδοτικότερη λειτουργία των διαβητολογικών κέντρων και των εξωτερικών διαβητολογικών ιατρείων.

→ Κύριε Αργυρόπουλε, έχοντας στο ενεργητικό σας μια σπουδαία επαγγελματική εμπειρία και στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό, αφού έχετε διατελέσει διευθυντής διαβητολογικού τμήματος στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, αλλά και στο νοσοκομείο της Νίκαιας, θα θέλαμε να μας κάνετε έναν σύντομο απολογισμό των εμπειριών σας, ο οποίος θα έχει στοιχεία και από το εξωτερικό, αλλά και από το εσωτερικό. Μιλήστε μας για τα καλώς, αλλά και τα κακώς κείμενα, που συναντήσατε;

Περί τα τέλη του 1970 άρχισα την ειδίκευση μου στην παθολογία στο νοσοκομείο «Πολυκλινική Αθηνών». Εκεί είχα την τύχη να συναντήσω τον πρώτο μου δάσκαλο, τον Τζων Αλιβιζάτο, τον πατέρα της ελληνικής διαβητολογίας, ο οποίος διεύθυνε την ενδοκρινολογική κλινική, στο πλαίσιο της οποίας λειτουργούσε, ήδη από ετών, το πρώτο και ίσως το μοναδικό τότε διαβητολογικό κέντρο της χώρας μας. Κοντά του αγάπησα την ενδοκρινολογία, προς την οποία έκτοτε προσανατολίστηκα και ήρθα σε επαφή με τα πολλά και ποικίλα προβλήματα των διαβητικών, τα οποία με οδήγησαν να ασχοληθώ αργότερα ιδιαιτέρως μ’ αυτά. Το 1974, μετά το πέρας της εξειδίκευσής μου στην παθολογία, την οποία ολοκλήρωσα ως ασκούμενος επί διετία στη β’ προπαιδευτική παθολογική κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών στον «Ευαγγελισμό» υπό τον καθηγητή Κ. Γαρδίκα, επέλεξα να συνεχίσω την ειδίκευσή μου στην ενδοκρινολογία.

Έτσι βρέθηκα κοντά στον τρίτο κατά σειρά μεγάλο μου δάσκαλο, τον αλησμόνητο Διονύση Ίκκο, ο οποίος διηύθυνε τον τομέα ενδοκρινολογίας, μεταβολισμού και ραδιοϊσοτόπων του «Ευαγγελισμού». Το 1978, αφού ολοκλήρωσα και την τριετή εξειδίκευση μου στην ενδοκρινολογία και εργαζόμουνα ως ειδικευόμενος πλέον εσωτερικός βοηθός της κλινικής, αποφάσισα να μεταβώ στο εξωτερικό για περαιτέρω ενασχόληση μου με τον μεταβολισμό και ειδικώς με τον σακχαρώδη διαβήτη. Με τη μεσολάβηση, λοιπόν, του δασκάλου μου, ο οποίος απευθύνθηκε προς το Δ.Σ του «Ευαγγελισμού» και ανέπτυξε την προοπτική δημιουργίας ενός άρτια οργανωμένου ΕΔΙ στον τομέα ενδοκρινολογίας, μεταβολισμού και σακχαρώδη διαβήτη του νοσοκομείου μας, εξασφάλισα εκπαιδευτική άδεια 14 μηνών μετ’ αποδοχών (19791980) και μετέβην για μετεκπαίδευση στη μονάδα μεταβολικής ιατρικής και διαβήτη του “Guy’s Hospital”, στο Λονδίνο, υπό τον καθηγητή Harry Keen. Στο Λονδίνο είχα την ευκαιρία και την τύχη ν’ ασχοληθώ ερευνητικά με την μικρολευκωματουρία, ως πρόδρομο δείκτη της επίπτωσης του ΣΔ στη νεφρική λειτουργία και με τον Ιταλό συνεργάτη και μετέπειτα φίλο μου, τον Giancarlo Viberti, ως επικεφαλής στις μελέτες αυτές, συμμετείχα στη δημοσίευση δυο-τριών άρθρων, που είχαν σημαντική και ευρεία διεθνή απήχηση στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980. Εκείνη την περίοδο μάλιστα συμμετείχα, με τα άλλα μέλη του προσωπικού της μονάδας μας, ως υγιής μάρτυς σε μια από τις πρώτες παγκοσμίως δοκιμές, που επιχειρήθηκαν τότε, για να ελεγχθεί η φαρμακοκινητική και αντιγονική ανοσολογική συμπεριφορά της «ανθρωπίνου» τύπου ινσουλίνης, η οποία προέκυψε ως συνθετικό προϊόν, κατά τη διαδικασία αναπαραγωγής της με την τεχνική του ανασυνδυασμένου DNA.

Το πλέον όμως σημαντικό, που αποκόμισα από τη βρετανική εμπειρία μου σχετικά με την κλινική αντιμετώπιση των διαβητικών, και όχι μόνο, ήταν το ευρύ εθνικό δίκτυο της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, υποστηριζόμενο από τον μεγάλο αριθμό των ανά την χώρα γενικών γιατρών. Η πασίγνωστοι και περίφημοι GP (General Practitioners), υψηλού συνήθως επιστημονικού επιπέδου και λίαν ικανοποιητικώς αμειβόμενοι- τουλάχιστον εκείνη την εποχή- είχαν υπό την ευθύνη τους ένα συγκεκριμένο αριθμό διαβητικών, τους οποίους παρακολουθούσαν συστηματικώς, καταγράφοντας την εξέλιξη της νόσου τους και δημιουργώντας ένα πλήρη ιατρικό φάκελο για τον καθένα τους. Με βάση τον ιατρικό αυτό φάκελο παρέπεμπαν τον διαβητικό ασθενή τους μόνο όταν αντιμετώπιζαν κάποιο ειδικό δυσεπίλυτο πρόβλημα, ζητώντας τη βοήθεια των ειδικών ανά περιφέρεια διαβητολογικού ιατρείου, ή μονάδας, όπως φερ’ ειπείν η μονάδα μας στο Guy’s Hospital. Στη μονάδα μας βίωσα για πρώτη φορά την αποτελεσματικότητα της θεραπευτικής ομάδας (Θ.Ο.) στην ολιστική αντιμετώπιση των διαβητικών και αυτή ήταν μια πολύτιμη εμπειρία, που προσπάθησα να μεταφέρω, όταν επέστρεψα στην Ελλάδα. Επρόκειτο για συντονισμένη, συλλογική προσπάθεια αφού, πλην του γιατρού, συμμετείχαν στην επίλυση των πολλών και ποικίλων προβλημάτων, που αντιμετωπίζουν οι διαβητικοί, η ειδική για την εκπαίδευση τους νοσηλεύτρια, η διαιτολόγος και, εάν χρειαζόταν, ο ποδοθεραπευτής/ τρια, αλλά και η ψυχολόγος.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, την άνοιξη του 1981, οργάνωσα το ΕΔΙ του τομέα ενδοκρινολογίας, μεταβολισμού και ΣΔ του «Ευαγγελισμού», το οποίο λειτούργησε υπό τη διεύθυνσή μου επί μια 5ετία και συγκεκριμένα μέχρι τον Μάρτιο του 1986, οπότε και κατέλαβα, μετά από επιτυχή κρίση, τη θέση του διευθυντή του ενδοκρινολογικού τμήματος στο Γενικό Νοσοκομείο της Νίκαιας, στο πλαίσιο της έναρξης τότε της λειτουργίας του ΕΣΥ. Η λειτουργία του ΕΔΙ μας στον «Ευαγγελισμό» συνέβαλε αποφασιστικά στην εξυπηρέτηση του ολοένα αυξανόμενου πληθυσμού των διαβητικών στη χώρα μας, καθώς προσετέθη στα λιγοστά, πέντε έως έξι αναγνωρισμένα και λειτουργούντα τότε ΕΔΙ στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι, από την εκπαιδευτική δραστηριότητα του εν λόγω ιατρείου αναδείχθηκαν από τους ειδικευόμενους τότε ενδοκρινολόγους μας τρεις-τέσσερις αξιόλογοι συνάδελφοι, οι οποίοι μετά το πέρας της ειδίκευσής τους ασχολήθηκαν με τον ΣΔ και, αφού μετεκπαιδεύτηκαν στο εξωτερικό, είναι σήμερα διευθυντές, ή στελέχη σε ΕΔΙ και ΔΚ. Την άνοιξη του 1986, εν όψει της αναλήψεως των καθηκόντων μου ως διευθυντού του τμήματος ενδοκρινολογίας στο Γ.Ν. Νίκαιας, σε ηλικία 40 ετών, έμπλεος ενθουσιασμού, ονείρων, φιλοδοξιών και κυρίως προσδοκιών με την έναρξη λειτουργίας του ΕΣΥ, επισκέφθηκα τη Στοκχόλμη με αφορμή ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον περί τον Σ.Δ. συνέδριο. Επρόκειτο για ένα συνέδριο, που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του WHO (Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας) και είχε ως αντικείμενο την οργάνωση των δομών και της λειτουργίας των υπηρεσιών για την αντιμετώπιση του ΣΔ σε επίπεδο πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Επελέγη δε η Στοκχόλμη, στην οποία λειτουργούσε ήδη από 5ετίας, αν θυμούμαι καλώς, το «Κέντρο Διδασκαλίας και Εκπαίδευσης για τον Σ.Δ. του νομαρχιακού συμβουλίου της Στοκχόλμης» υπό την αιγίδα του WHO και την επίβλεψη του διάσημου ενδοκρινολόγου Rolf Luft, στενού συνεργάτη και πολύ φίλου του αείμνηστου δασκάλου μου Διονύση Ίκκου, ο οποίος και με προσκάλεσε στο συνέδριο. Περί τα μέσα του 1986 ορκίσθηκα και ανέλαβα τα καθήκοντά μου, ως διευθυντής του ενδροκρινολογικού τμήματος στο Γ.Ν. Νίκαιας, όπου με πολύ όρεξη καταπιάστηκα με την αναδιοργάνωσή του. Στην προσπάθεια αυτή, κύριο μέλημά μου υπήρξε η δημιουργία και ανάπτυξη ΕΔΙ, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι, στη μεγάλη πληθυσμιακά (περί το 1 εκατομμύριο κάτοικοι) περιφέρεια της τέως Νομαρχίας Πρωτεύουσης, όπως αναφερόταν τότε στη διοικητική γλώσσα, δε λειτουργούσε ούτε ένα διαβητολογικό ιατρείο. Με την αρωγή της διοίκησης του νοσοκομείου μας και αφού εξασφαλίστηκε μια στοιχειώδης αρχικώς υποδομή, το ΕΔΙ μας άρχισε με μεγάλη συγκίνηση. Στο σημείο αυτό θεωρώ υποχρέωσή μου ν’ αναφερθώ στην πολύτιμη βοήθειαρ που προσέφερε για τη λειτουργία του ΕΔΙ μας, στα δύσκολα πρώτα χρόνια, η παρουσία του, φίλου πλέον, παθολόγου Γ. Ερωτοκρίτου ο οποίος την εποχή εκείνη υπηρετούσε ως επιμελητής β’ στην Α’ Π. του νοσοκομείου μας. Με την έγκριση της διοίκησης ο Γ. Ερωτοκρίτου αποσπάσθηκε για να προσφέρει τις υπηρεσίες του δίπλα μου δύο φορές την εβδομάδα και υπήρξε πολύτιμος συνεργάτης και φίλος για 25 ολόκληρα χρόνια, μέχρι τη συνταξιοδότησή μου το 2011. Σήμερα ο κ Γ. Ερωτοκρίτου είναι πλέον διευθυντής της Α’ Π. του νοσοκομείου μας και συγκαταλέγεται στους έγκριτους διαβητολόγους της χώρας. Βεβαίως με την πάροδο των ετών το τμήμα μας στελεχώθηκε με δυο επιμελητές β’ και έναν α’, θέση την οποία κατέλαβε το 1988, μόλις επέστρεψε από τη μετεκπαίδευσή του στο ΣΔ στη Στοκχόλμη, ο επίσης στενός συνεργάτης μου έκτοτε Γ. Προκόβας, ο οποίος τώρα διευθύνει το τμήμα μας μετά τη συνταξιοδότησή μου. Τέλος, από το 1990, είχαμε και την αμέριστη συμπαράσταση των ειδικευομένων μας. Εκτός όμως από την ιατρική στελέχωση του τμήματος, κατάφερα σιγά – σιγά – και με πολλή προσπάθεια να συγκροτήσω μια σχεδόν πλήρη Θ.Ο., η οποία, λειτουργώντας ως συλλογικό υποκείμενο, προσπάθησε να υλοποιήσει το όραμα της βιοψυχοκοινωνικής θεώρησης των χρόνιων νοσημάτων και να προσεγγίσει τους διαβητικούς μας στο πλαίσιο του νέου, «ανοικτού», μη ιατροκεντρικού, μοντέλου.

→ Στην Ελλάδα έχουμε αναγνωρισμένα σπουδαίους ενδοκρινολόγους, οι οποίοι έχουν υπηρετήσει με αγάπη και αφοσίωση τον κλάδο τους, προσφέροντας τα μέγιστα στα άτομα με διαβήτη. Τώρα, επάνω στα δικά σας «χνάρια», έρχονται να πατήσουν οι νέες γενιές ενδοκρινολόγων, οι οποίοι καλούνται να συνεχίσουν, αλλά και να εξελίξουν το σπουδαίο έργο σας. Θα θέλαμε να μας πείτε, ποιες είναι οι προκλήσεις του μέλλοντος, που καλούνται να αντιμετωπίσουν και ποιες είναι οι συμβουλές, που θα δίνατε στους νέους συναδέλφους σας;

Οι προκλήσεις, που πρόκειται ν’ αντιμετωπίσουν οι νέοι, αλλά και οι μελλοντικοί συνάδελφοί μας είναι πολλές και μάλλον απρόβλεπτες, για το απώτερο τουλάχιστον μέλλον. Ωστόσο, αν θα μπορούσε κανείς αυτή τη στιγμή, σε μια προσπάθεια πρόβλεψης του εγγύς μέλλοντος, ν’ αναφερθεί υπαινικτικά σε κάποιες απ’ αυτές, θα διέκρινε ίσως να αναδύονται στους δύο μεγάλους τομείς της διαβητολογίας: της πρόγνωσης πρόληψης της νόσου και της θεραπευτικής της αντιμετώπισης. Στον τομέα της πρόγνωσης – πρόληψης θα συμβάλει τα μέγιστα η περαιτέρω διερεύνηση του συνδυασμού των γονιδίων, που ευθύνονται για την εκδήλωση της νόσου, πάντοτε βεβαίως σε δυναμική αλληλεπίδραση με τους ποικίλους περιβαλλοντικούς παράγοντες.

Συνεπώς, προβλέπεται καθοριστικός ο ρόλος της γενετικής συμβουλευτικής με βάση τη γονιδιακή ταυτότητα των γονέων και των απογόνων τους, ούτως ώστε να καταστεί εφικτός ο εκ των προτέρων προσδιορισμός των πιθανών προς νόσηση ατόμων. Στον τομέα της θεραπευτικής αντιμετώπισης ήδη εξελίσσονται εκπληκτικές πρόοδοι στο πεδίο εφαρμογής των ηλεκτρονικών συστημάτων έγχυσης της ινσουλίνης, δηλαδή στις αντλίες κλειστού κυκλώματος, που ελπίζω να οδηγήσουν συντόμως στο μικρού μεγέθους τεχνητό πάγκρεας, το οποίο θα συμβάλει αποφασιστικά στην ικανοποιητική ρύθμιση των διαβητικών τύπου 1. Και βεβαίως στην προσεχή 10ετία, ή 20ετία, ίσως καταστεί εφικτή η εξατομικευμένη, με βάση τη γενετική ταυτότητα, χρήση των συνεχώς ανακαλυπτόμενων αντιδιαβητικών φαρμάκων. Συνεπώς, οι προκλήσεις του μέλλοντος, κυρία Χατζηδάκη, διαγράφονται συναρπαστικές για το εγγύς και απώτερο μέλλον και απαιτούν από τους νέους «Ασκληπιάδες» να οικοδομήσουν τα στοιχεία εκείνα, όπως η δίψα για διά βίου μάθηση, η αναζήτηση της γνώσης, το ανοιχτό πνεύμα και η δημιουργική διάθεση, τα οποία αναπόσπαστα δεμένα μεταξύ τους υπόσχονται αισιοδοξία για το μέλλον.

→ Από την πολύχρονη εμπειρία που έχετε, θα θέλαμε να μας δώσετε μερικές προτάσεις και λύσεις αντιμετώπισης των σημαντικότερων επιπλοκών του διαβήτη. Υπάρχουν πράγματα, που θα μπορούσαν να κάνουν τα διαβητικά άτομα για να βοηθηθούν, χωρίς όμως να απαιτούνται πολλά χρήματα;

Αφ’ ης στιγμής διαπιστωθεί η εγκατάσταση των διαβητικών επιπλοκών, δυστυχώς η αντιμετώπισή τους περιορίζεται, πλην της ικανοποιητικής γλυκαιμικής ρύθμισης και της άρσης των διαφόρων παραγόντων κινδύνου (παχυσαρκία, υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, κάπνισμα κλπ), στην ειδική για κάθε επιπλοκή θεραπεία, που έχει ως στόχο την ανακούφιση του ασθενούς από τη συμπαρομαρτούσα ενδεχομένως συμπτωματολογία και τη μη περαιτέρω, ει δυνατόν, επιδείνωσή τους. Αυτό όμως, που θεωρώ ως σημαντικό μήνυμα, που αξίζει να «περάσει» στους νυν και τους υποψήφιους διαβητικούς, είναι – όπως προέκυψε από σειρά μετα-αναλύσεων στα δεδομένα των μεγάλων μελετών θεραπευτικής παρέμβασης σε διαβητικούς τύπου 1 και 2 – ότι, υπάρχουν αξιόπιστες ενδείξεις, οι οποίες συνηγορούν υπέρ της άποψης του καθοριστικού ρόλου της πρώϊμης διάγνωσης της νόσου και της δραστικής θεραπευτικής παρέμβασης για την αντιμετώπισή της. Και τούτο, επειδή τα δύο αυτά στοιχεία φαίνεται να λειτουργούν ως προστατευτική μελλοντική ασπίδα κατά των επιπλοκών, ακόμη και για μεταγενέστερες περιόδους στην εξελικτική πορεία της νόσου, στις οποίες για ποικίλους λόγους η ρύθμισή της δεν είναι όσο ικανοποιητική θα έπρεπε. Τέλος, αυτονόητη και ανέξοδη για την προστασία των διαβητικών από τις ενδεχόμενες μελλοντικές επιπλοκές είναι η αυξημένη φυσική δραστηριότητα (ζωηρό βάδισμα τρεις -τέσσερις φορές την εβδομάδα για 30 λεπτά τουλάχιστον), η οποία συμβάλλει στη διατήρηση του επιθυμητού σωματικού βάρους και βεβαίως η διακοπή του καπνίσματος

→ Πιστεύετε ότι, η ενδοκρινολογική εταιρεία θα μπορούσε να κάνει κάποια πράγματα, προκειμένου να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια καλύτερη σχέση διαλόγου και επικοινωνίας με την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Υγείας, η οποία θα βοηθούσε, τόσο τους επιστήμονες, όσο και τα άτομα με διαβήτη. Ποιες ενέργειες θα βοηθούσαν προς αυτήν την κατεύθυνση;

Αγαπητή κυρία Χατζηδάκη, με εκπλήσσει η επικαιρότητα της συγκεκριμένης ερώτησής σας και διερωτώμαι, ποια διαισθητικού τύπου ενδοψυχική διεργασία σας οδήγησε να την υποβάλετε, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι μεσούντος του Ιουλίου ανακοινώθηκε επισήμως πρόταση της νέας ηγεσίας του Υπουργείου Υγείας προς τους νοσοκομειακούς γιατρούς να προσέλθουν σε διάλογο μαζί της, προκειμένου να επιλυθούν τα σοβούντα, ανεπίλυτα προβλήματα, που ταλανίζουν το ΕΣΥ και τη λειτουργία του (σημείωση: η πρόταση διατυπώθηκε στις 21.07.2014, ενώ η ερώτησή σας γνωστοποιήθηκε σε μένα 10 ημέρες νωρίτερα, δηλαδή σε ανύποπτο χρόνο).

Συνεπώς η απάντησή μου πιθανώς ν ’αποβεί ωφέλιμη και να μη περιορισθεί σε θεωρητικού τύπου διατυπώσεις, όπως συνήθως συμβαίνει. Δράττομαι λοιπόν της ευκαιρίας να επισημάνω μερικά από τα ζέοντα προβλήματα, που απασχολούν τους (Έλληνες) διαβητικούς μας, αλλά και όσους ασχολούνται μ’ αυτούς. Ως πρώτο θα έθετα τη διόρθωση της υπουργικής απόφασης, ώστε να συμπεριλάβει στον κατάλογο με τις μόνιμες και μη αναστρέψιμες παθήσεις, για τις οποίες η διάρκεια του ποσοστού αναπηρίας καθορίζεται επ’ αόριστον, και τον κλασσικό ΣΔ τύπου 1. Αναφέρομαι δε στον «κλασσικό», ο οποίος άλλωστε επιδημιολογικώς καλύπτει εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό από το σύνολο των Ελλήνων διαβητικών, με σκοπό να αποφευχθεί η φαλκίδευσή του με τους διαβητικούς τύπου LADA, που εκδηλώνουν τη νόσο τους σε μεγάλη σχετικώς ηλικία και τους ινσουλινοθεραπευόμενους διαβητικούς τύπου 2 μικρής σχετικώς ηλικίας. Ένα δεύτερο, σημαντικής όμως προτεραιότητας για διάλογο με το υπουργείο, θέμα είναι η απουσία αναφοράς των διαβητολογικών κέντρων (καθότι δεν συμπεριλαμβάνονται) στους υπό έκδοση νέους οργανισμούς των νοσοκομείων, υπό το πρίσμα να υποχωρήσουμε ως προς το συνολικό αριθμό τους ανά την επικράτεια και από 19 να περιορισθούν σε 10-12 (1 ΔΚ ανά εκατομμύριο πληθυσμού) εν ισορροπία όμως κατανεμημένα γεωγραφικώς

→ Όπως ενημερώθηκα, κύριε Αργυρόπουλε, μια από τις αγαπημένες σας συνήθειες (εκτός από την επιστήμη σας) είναι και η ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων και βιβλίων. Μιλήστε μας για την σημασία της λογοτεχνίας στην εξέλιξη του ανθρώπου. Πιστεύετε την θεωρία των αρχαίων Ελλήνων, οι οποίοι υποστήριζαν ότι, η παιδεία (γενικότερα) μπορεί θα θεραπεύσει εξίσου τον άνθρωπο, όπως και η επιστήμη, σας βρίσκει σύμφωνο;

Στη λογοτεχνία καταγράφεται η ιστορία της συλλογικής μας μνήμης ως είδους, αφού ο κάθε συγγραφέας, οιστρηλατούμενος από τη δημιουργική φαντασία του, περιγράφει μαγευτικά – όσες φορές το κατορθώνει – την ανθρώπινη συνθήκη στην άπειρη ποικιλομορφία της. Έτσι, ο αναγνώστης βυθίζεται ηδονικά στο σύμπαν της ανθρώπινης συμπεριφοράς, άλλοτε μετέχοντας και συμπάσχοντας με τους ήρωες και άλλοτε αποστασιοποιούμενος κριτικά απ’ αυτούς. Πάντοτε όμως, αν είναι δεκτικός και ευαίσθητος, μπορεί να οδηγηθεί σε τέτοιο βαθμό αυτογνωσίας ώστε να συνυπογράψει την εξαίσια ρήση του Τερέντιου, ο οποίος αναφώνησε: «nihil humanum mihi allienum est». δηλαδή «τίποτε το ανθρώπινο δε μου είναι ξένο».

Κι αυτό, αν καταστεί εφικτό, πιστέψτε με κυρία Χατζηδάκη, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη σωστή προσέγγιση του ασθενούς από το γιατρό του στην όλως ιδιαίτερη διαπροσωπική σχέση, που αναπτύσσεται μεταξύ τους. Όσον αφορά το καίριο ερώτημά σας, κυρία Χατζηδάκη, για τη σημασία της λογοτεχνίας στην εξέλιξη του ανθρώπου, θ’ αφήσω ν’ απαντήσει ο διάσημος καθηγητής της λογοτεχνίας του πανεπιστημίου του Yale, ο Harold Bloom. Ο σοφός γέρων του Yale, ο μεγαλύτερος εν ζωή κριτικός, αν και γέρασε στο σώμα, διατηρεί σπινθηροβόλο το πνεύμα, και αποφάνθηκε σε μια σχετικώς πρόσφατη συνέντευξή του, απαντώντας σε παραπλήσιο με το δικό σας ερώτημα ως εξής: «Αν εξαιρέσουμε την αγάπη, που γεννιέται ανάμεσα σε δύο ανθρώπους με αφορμή ένα λογοτεχνικό έργο, η λογοτεχνία προσφέρει ύψιστη απόλαυση, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να οδηγήσει στην πιο βαθιά επίγνωση της ύπαρξής μας. Μέσα δε από την ψυχοσυναισθηματική αυτή πληρότητά, μας αποκαλύπτει το εύρος των ανθρωπίνων επιτευγμάτων». Σχετικά με τη θεωρία για την ιαματική επίδραση της αρχαιοελληνικής γραμματείας, σας υπενθυμίζω κυρία Χατζηδάκη, τον θόρυβο, που ξεσήκωσε πριν από μια 10ετία περίπου το εκλαϊκευμένο έργο του αμερικανού καθηγητή Lou Marinoff υπό τον τίτλο «Πλάτων και όχι prozac» (πρόκειται για το γνωστό και ευρέως διαδεδομένο αντικαταθλιπτικό φλουοξετίνη), το οποίο υπήρξε αντικείμενο αντικρουόμενων απόψεων.

Ωστόσο, η επιστημονική προσέγγιση του θέματος απεκάλυψε ότι, η εν λόγω θεωρία έχει βρει εφαρμογή ως «διαλεκτική» μέθοδος προσέγγισης των χρονίως πασχόντων, των διαβητικών συμπεριλαμβανομένων, με σκοπό την ψυχολογική ενδυνάμωσή τους (empowerment approach). Κατά τη μέθοδο αυτή, χρησιμοποιείται η τεχνική της «διαλεκτικής» των πλατωνικών διαλόγων, και δη του Σωκράτη, για την ενίσχυση της ψυχολογικής κατάστασης των ασθενών, όταν αντιμετωπίζουν ένα χρόνιο, στρεσογόνο νόσημα.

→ Κύριε Αργυρόπουλε, έχοντας πλέον βγει στη σύνταξη, πιστεύετε ότι, έχετε «κλείσει» τον επαγγελματικό σας κύκλο, ή είστε της άποψης ότι, ένας γιατρός δεν μπορεί να αφήσει πίσω του την επιστήμη;

Οφείλω να σας ενημερώσω ότι, τρία και πλέον χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή μου έχω «κλείσει» τον επαγγελματικό μου κύκλο, αφού δεν ασκώ πια κατ’ επάγγελμα την ιατρική στο δημόσιο, ή τον ιδιωτικό τομέα. Ωστόσο, θα ήθελα να σας ομολογήσω ότι, δεν έχω «κλείσει» τη σχέση μου με την Ιατρική, η οποία σημειωτέον δεν είναι μόνον επιστήμη, αλλά και τέχνη. Μια τέχνη μάλιστα, η άσκηση της οποίας συνιστά κατόρθωμα, όπως αποφθεγματικά αποφαίνεται στο πρώτο επάγγελμα των «Αφορισμών» του ο Ιπποκράτης, ο οποίος γράφει: «Ο βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρή, ο δε καιρός οξύς, η δε πείρα σφαλερή, η δε κρίσις χαλεπή».

Συνεπώς, αυτό που μου λείπει, κυρία Χατζηδάκη, δεν είναι η επιστημονική ενημέρωση ιατρικών τεχνικών uptodate του διαδικτύου, των οποίων παραμένω συνδρομητής στο χώρο της ειδικότητάς μου. Εκείνο όμως, που μου λείπει ιδιαιτέρως, είναι η άσκηση της τέχνης μας, γι’ αυτό και επιδιώκω με κάθε τρόπο να την ασκώ, ακόμη και μετά τη σύνταξή μου. Πέρα, λοιπόν, από την άσκησή της στο στενό κύκλο συγγενών και φίλων, όταν τους εξυπηρετώ στα ιατρικά τους προβλήματα, νιώθω ιδιαίτερη χαρά και ικανοποίηση, όταν καλούμαι στο νοσοκομείο από τους παλιούς μου συνεργάτες, με τους οποίους διατηρώ στενή επαφή, ώστε να συμβάλω κι εγώ στην επίλυση διαγνωστικών, ή θεραπευτικών προβλημάτων. Έτσι μετριάζεται κάπως το στερητικό μου σύνδρομο, μετά τη 40ετή νοσοκομειακή μου θητεία.


Τεύχος 37 Πατήστε εδώ

Related Post