Σακχαρώδης διαβήτης κύησης ονομάζεται η υπεργλυκαιμία που διαγιγνώσκεται πρώτη φορά στην κύηση, συνήθως κατά το δεύτερο ή τρίτο τρίμηνο. Οι γυναίκες με διαβήτη κύησης δεν έχουν διαγνωσμένο διαβήτη πριν την κύηση, και συνήθως μετά τον τοκετό η γλυκόζη του αίματος επανέρχεται σε φυσιολογικά επίπεδα. Σε μερικές γυναίκες ο διαβήτης κύησης μπορεί να διαγνωσθεί και στο πρώτο τρίμηνο της κύησης, και σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν πολλές πιθανότητες να προϋπήρχε η διαταραχή πριν την κύηση. Ανάλογα με τον πληθυσμό που αναφερόμαστε και τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη κύησης ένα ποσοστό από 7% – 17% των εγκύων γυναικών μπορεί να παρουσιάσουν διαβήτη κύησης. Τι προκαλεί ακριβώς την εμφάνιση του σακχαρώδη διαβήτη της κύησης δεν εί ναι εντελώς ξεκάθαρο, παρότι μέχρι τώρα γνωρίζουμε αρκετά πράγματα. Οι ορμόνες που παράγονται απο τον πλακούντα, με πρωταρχικό σκοπό την υποστήριξη της ανάπτυξης του εμβρύου, ανταγωνίζονται και εμποδίζουν τη δράση της ινσουλίνης και έτσι έχουμε την εμφάνιση της κατάστασης που ονομάζεται «αντίσταση στην ινσουλίνη».
Στην κατάσταση αυτή η ινσουλίνη δεν είναι αποτελεσματική στο να μεταβολίσει την γλυκόζη και μπορεί να χρειάζονται μέχρι και τριπλάσιες απο το φυσιολογικό ποσότητες ινσουλίνης για να έχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η κύηση λοιπόν αυξάνει σημαντικά τις απαιτήσεις σε ινσουλίνη, κυρίως μετά την 24η εβδομάδα, και μερικές γυναίκες δεν μπορούν να παράγουν αρκετή ινσουλίνη για να ξεπεράσουν την αντίσταση στην ινσουλίνη. Αυτό εχει σαν αποτέλεσμα να μην χρησιμοποιείται η γλυκόζη κανονικά, να παραμένει στο αίμα, τα επίπεδα της να αυξάνονται και έτσι να έχουμε την εμφάνιση του διαβήτη της κύησης. Γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη κύησης είναι: υπέρβαρες ή παχύσαρκες, με μειωμένη σωματική δραστηριότητα, με διαβήτη κύησης ή γέννηση μωρού μεγάλου για την ηλικία κύησης σε προηγούμενη κύηση, με οικογενειακό ιστορικό (γονείς, αδέρφια) σακχαρώδη διαβήτη, και γυναίκες με το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. Αν μείνει αρρύθμιστος, ο σακχαρώδης διαβήτης κύησης μπορεί να επηρεάσει την υγεία του εμβρύου και της μητέρας.
Το έμβρυο έχει αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσει μακροσωμία, συγγενείς ανωμαλίες και περιγεννητικές επιπλοκές όπως δυστοκία των ώμων, κατάγματα, μαιευτικές παραλύσεις και αυξημένο κίνδυνο ενδομήτριου θανάτου. Επίσης, το νεογνό μπορεί να εμφανίσει νεογνική υπογλυκαιμία, σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας, υπασβεστιαιμία, αληθή πολυκυτταραιμία και υπερχολερυθριναιμία και, τέλος, μακροχρόνια υπάρχει κίνδυνος εμφάνισης παχυσαρκίας και διαβήτη στην παιδική ηλικία. Για τη μητέρα με σακχαρώδη διαβήτη κύησης είναι αυξημένος ο κίνδυνος προεκλαμψίας και αρτηριακής υπέρτασης κατά τη διάρκεια της κύησης, αυξημένη η πιθανότητα καισαρικής τομής και μετά την κύηση, συνήθως την πρώτη δεκαετία, σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2. Οι αρνητικές επιδράσεις του διαβήτη κύησης στη μητέρα, στο έμβρυο και στο νεογνό επιβεβαιώθηκαν σε μια πρόσφατη μελέτη, τη HAPO (Hyperglycemia and Adverse Pregnancy Outcomes, 2010), που θεωρείται η πιο ολοκληρωμένη μέχρι τώρα, η οποία περιέλαβε 25.000 έγκυες γυναίκες από όλο τον κόσμο και αποτέλεσε τη βάση για τη θέσπιση νέων κριτηρίων διάγνωσης του διαβήτη κύησης. Όλες οι έγκυες γυναίκες θα πρέπει να ελέγχονται για την πιθανότητα εμφάνισης διαβήτη κύησης.
Κατά την αρχική επίσκεψη της εγκύου απαιτείται προσδιορισμός γλυκόζης νηστείας. Εαν διαπιστωθεί τιμή γλυκόζης νηστείας >126 mg/dl πρόκειται για προϋπάρχοντα σακχαρώδη διαβήτη, ενώ εάν η τιμή είναι μεταξύ 92 – 126 mg/dl θεωρείται διαβήτης κύησης και αντιμετωπίζονται ανάλογα. Σε τιμές <92 mg/dl πραγματοποιείται δοκιμασία φόρτισης με γλυκόζη μεταξύ 24ης και 28ης εβδομάδας κύησης. Η δοκιμασία φόρτισης με γλυκόζη διενεργείται το πρωί μετά από 8ωρη νηστεία με τη χορήγηση 75 γραμμαρίων γλυκόζης από το στόμα και μέτρηση γλυκόζης πλάσματος πριν, 60 και 120 λεπτά μετά τη λήψη. Απαιτείται, τουλάχιστον για 3 ημέρες, πριν την εξέταση διατροφή με επαρκή πρόσληψη υδατανθράκων (>150 γραμμάρια/ ημέρα) και χωρίς περιορισμούς στη σωματική δραστηριότητα.
Η διάγνωση του διαβήτη κύησης τίθεται όταν έστω και μία τιμή είναι ίση ή μεγαλύτερη από τα κατώτερα αναφερόμενα όρια:
• γλυκόζη νηστείας 92 mg/dl
• γλυκόζη 60′ 180 mg/dl
• γλυκόζη 120′ 153 mg/dl
Για την καλή έκβαση της κύησης οι γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη κύησης πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά, ανάλογα με τις ανάγκες ρύθμισης και την ανάπτυξη του εμβρύου, απο ομάδα ειδικών. Αυτοέλεγχος της γλυκόζης πριν και 2 ώρες μετά τα κύρια γεύματα και υπερηχογραφική εξέταση του εμβρύου για εκτίμηση της ανάπτυξης του είναι βασικά στοιχεία της παρακολούθησης. Η θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη κύησης έχει σκοπό να διατηρήσει τα επίπεδα της γλυκόζης εντός των επιθυμητών στόχων (τιμές γλυκόζης: προγευματικές ≤ 90 mg/dl και 2 ώρες μετά το γεύμα ≤ 120 mg/dl) ώστε να αποφευχθούν οι επιπλοκές. Κατά κύριο λόγο η ρύθμιση επιτελείται με υγιεινοδιαιτητική αγωγή. Συστήνεται διαιτολόγιο συνήθως 1800 – 2000 θερμίδων και παράλληλα, εάν η εγκυμοσύνη δεν εχει άλλα συνοδά προβλήματα, σωματική δραστηριότητα, όπως πχ καθημερινό περπάτημα.
Όταν οι θεραπευτικοί στόχοι δεν επιτυγχάνονται μόνο με την υγιεινοδιαιτητική, τότε προστίθεται φαρμακευτική αγωγή με ινσουλίνη. Ένδειξη στην κύηση έχουν τόσο οι ανθρώπινες βιοσυνθετικές όσο και τα ανάλογα ανθρώπινης ινσουλίνης, μακράς και ταχείας δράσης (ισοφανική, Detemir, Glargine – αναμένεται επίσημη έγκριση και στην Ελλάδα – ,Lispro). Σε ό,τι αφορά τα αντιδιαβητικά δισκία η μετφορμίνη έχει έγκριση και μπορεί να χρησιμοποιηθεί βοηθητικά στο 2ο και 3ο τρίμηνο της κύησης, ενώ η γλιβενκλαμίδη αποφεύγεται διότι έχει συσχετιστεί με μακροσωμία και υπογλυκαιμία του νεογνού. Στις περισσότερες περιπτώσεις, μετά τον τοκετό οι τιμές γλυκόζης επανέρχονται στα φυσιολογικά επίπεδα, αλλά γυναίκες με διαβήτη κύησης έχουν διπλάσιες με τριπλάσιες πιθανότητες να εμφανίσουν διαβήτη σε μια επόμενη κύηση. Επίσης, οι γυναίκες με διαβήτη κύησης έχουν αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 αργότερα στη ζωή τους και γι αυτό συστήνεται να φροντίζουν να διατηρούν το βάρος τους σε φυσιολογικά επίπεδα, να ασκούνται, να τρέφονται υγιεινά και να ελέγχονται για την εμφάνιση διαβήτη ή προδιαβήτη τουλάχιστον μια φορά κάθε 3 έτη.
Τεύχος 51 σελίδα 47 Πατήστε εδώ