Κυστική ίνωση και διαβήτης

Η Κυστική Ίνωση (ΚΙ) είναι η πιο συχνή κληρονοµική θανατηφόρος νόσος της λευκής φυλής, µε συχνότητα 1 στα 2500 περίπου νεογνά. Είναι αποτέλεσµα µεταλλάξεων σε ένα γονίδιο του χρωµοσώµατος 7 (γονίδιο CFTR), το οποίο κωδικοποιεί ένα δίαυλο ιόντων χλωρίου και ρυθµίζει τη διακίνηση άλατος και νερού διαµέσου των µεµβρανών των επιθηλιακών κυττάρων. Η δυσλειτουργία του γονιδίου αυτού έχει σαν αποτέλεσµα την µείωση των υγρών που επενδύουν διάφορα όργανα του σώµατος και την εµφάνιση ιδιαίτερα παχύρρευστων εκκρίσεων, µε αποτέλεσµα τη σταδιακή καταστροφή και ανεπάρκεια των οργάνων αυτών. Οι ανωµαλίες που προκύπτουν από τις µεταλλάξεις του γονιδίου εµφανίζονται στο έντερο, στο πάγκρεας, στο ήπαρ, στο αναπαραγωγικό σύστηµα, στους αεραγωγούς του αναπνευστικού συστήµατος, καθώς επίσης και στους ιδρωτοποιούς αδένες, όπου και παρατηρούνται αυξηµένα επίπεδα χλωρίου στον ιδρώτα (“αλµυρός ιδρώτας”). Για να εµφανίσει ένας άνθρωπος ΚΙ θα πρέπει και οι δύο γονείς του να είναι φορείς του µεταλλαγµένου γονιδίου. Στην Ελλάδα, 1 στα 25 άτοµα περίπου θεωρείται ότι είναι φορέας του παθολογικού γονιδίου, ενώ η συχνότερη µετάλλαξη είναι η χαρακτηριζόµενη ως ∆F508, η οποία θεωρείται από τις πιο σοβαρές.

ΕΠΙ∆ΗΜΙΟΛΟΓΙΚΑ ∆Ε∆ΟΜΕΝΑ

Η ΚΙ θεωρείται συχνά µια πνευµονική νόσος, καθώς σηµαντικό ρόλο στη θνησιµότητα και τη θνητότητα της νόσου διαδραµατίζουν οι πνευµονικές εκδηλώσεις της. Πρόκειται, όµως, για µια πολυσυστηµατική νόσο, η οποία προκαλεί πληθώρα άλλων επιπλοκών, µε πιο συχνή την εµφάνιση σακχαρώδη διαβήτη σχετιζόµενο µε την ΚΙ (CFRD-Cystic Fibrosis Related Diabetes). Ο κίνδυνος εµφάνισης διαβήτη αυξάνεται µε την πάροδο της ηλικίας, την παρουσία παγκρεατικής ανεπάρκειας, τον οµόζυγο φαινότυπο ∆F508 και το θήλυ φύλο. Εκτιµάται ότι περίπου το 25% των ασθενών µε ΚΙ έχουν αναπτύξει Σ∆ µέχρι την ηλικία των 20 ετών, ενώ στις ηλικίες 35-40 το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 50%. Η εµφάνιση του Σ∆ σε άτοµα µε ΚΙ είναι ύπουλη, καθώς τα συµπτώµατα είναι µη ειδικά και περιλαµβάνουν αδυναµία πρόσληψης βάρους, µειωµένη ταχύτητα ανάπτυξης, καθυστέρηση στην εξέλιξη της εφηβείας ή µια ανεξήγητη χρόνια έκπτωση της πνευµονικής λειτουργίας.

ΑΙΤΙΟΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ

Η νόσος χαρακτηρίζεται από ένα ιδιόµορφο πρότυπο διαταραχών που απορρέει από τη χρόνια καταστροφή των β-κυττάρων του παγκρέατος και οδηγεί σε ανεπάρκεια ινσουλίνης και καθυστερηµένη ανταπόκριση στους υδατάνθρακες της τροφής. Ταυτόχρονα, διατηρείται η βασική έκκριση ινσουλίνης µε αποτέλεσµα οι τιµές µέτρησης της γλυκόζης νηστείας να είναι φυσιολογικές, ενώ µεταγευµατικά να εµφανίζεται υπεργλυκαιµία. Στα αρχικά στάδια του Σ∆, όµως, η ανοχή στη γλυκόζη µπορεί να εµφανίζεται φυσιολογική εξαιτίας ενός ασυνήθιστου συνδυασµού αυξηµένης παραγωγής γλυκόζης από το ήπαρ µε ταυτόχρονα αυξηµένη κατανάλωση γλυκόζης από τους περιφερικούς ιστούς. Η προσαρµογή αυτή είναι ικανή να αντισταθµίσει  τα αποτελέσµατα έλλειψης ινσουλίνης αρχικά, αλλά όσο προχωρά η εξέλιξη του διαβήτη µειώνονται ταυτόχρονα η χρησιµοποίηση της γλυκόζης από τους περιφερικούς ιστούς και η ευαισθησία του ήπατος στην ινσουλίνη. Η νόσος εµφανίζει χαρακτηριστικά και των δύο βασικών τύπων διαβήτη (έλλειψη ινσουλίνης όπως στο Σ∆1 και αντίσταση στην ινσουλίνη όπως στο Σ∆2) οδηγώντας σε δυσκολία διαχείρισης της νόσου, η οποία περιπλέκεται ακόµα περισσότερο από τη χρόνια φλεγµονή, τη χορήγηση κορτικοστεροειδών για την αντιµετώπιση των άλλων επιπλοκών της ΚΙ, αλλά και τις συνεχείς λοιµώξεις.

∆ΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Ο Σ∆ αποτελεί πολύ σοβαρή επιπλοκή και γι’ αυτό το λόγο, τόσο η Αµερικανική Οµοσπονδία ΚΙ όσο και η Οργάνωση για την ΚΙ του Ηνωµένου Βασιλείου συνιστούν οι εξετάσεις για την ανίχνευση της επιπλοκής αυτής να ξεκινούν από την ηλικία των 10-12 ετών. Ο έλεγχος γίνεται µόνο µε δοκιµασία ανοχής στη γλυκόζη από του στόµατος (OGTT-Oral Glucose Tolerance Test/Καµπύλη ανοχής στη Γλυκόζη), διότι οι άλλες µέθοδοι διάγνωσης του Σακχαρώδη ∆ιαβήτη, η µέτρηση γλυκόζης νηστείας και η γλυκοζυλιωµένη αιµοσφαιρίνη (HbA1c), έχουν µικρή ευαισθησία στην περίπτωση της ΚΙ. Τιµή γλυκόζης >200 mg/dl στις 2 ώρες µετά τη λήψη γλυκόζης συνιστά τεκµήριο Σ∆ και πρέπει να γίνει επιβεβαίωση του αποτελέσµατος σε δεύτερο χρόνο µε µέτρηση HbA1c ≥ 6,5% ή γλυκόζη νηστείας ≥126 mg/ dl. Σε περίπτωση που οι τιµές των εξετάσεων αυτών είναι φυσιολογικές, η OGTT οφείλει να επαναληφθεί. Σε ασθενείς µε οξεία πνευµονική παρόξυνση ο έλεγχος γίνεται µε τη µέτρηση τιµών γλυκόζης νηστείας (≥126 mg/dl) ή µε την παρουσία µεταγευµατικών τιµών γλυκόζης ≥200 mg/dl για χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο των 48 ωρών.

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Η θεραπευτική προσέγγιση του Σ∆ στη ΚΙ αφορά στην εφαρµογή διαιτολογίων υψηλών θερµίδων, λίπους και άλατος αλλά και στην υποδόρια χορήγηση ινσουλίνης σε όλους τους ασθενείς, ακόµα κι αν δεν εµφανίζουν υπεργλυκαιµία νηστείας. Η χρήση αντλίας νσουλίνης φαίνεται να βοηθά σε πολλές περιπτώσεις εντατικοποιηµένου σχήµατος ινσουλινοθεραπείας, µιας και η ιδέα των πολλαπλών ενέσεων ινσουλίνης που απαιτούνται για την κάλυψη του µεγάλου αριθµού ηµερήσιων γευµάτων που προβλέπεται διαιτολογικά, µπορεί να οδηγήσει σε µη τήρηση είτε του διαιτολογίου, είτε του αριθµού των απαιτούµενων δόσεων ινσουλίνης. Σε πληθώρα µελετών συνιστάται η χρήση συστήµατος συνεχούς καταγραφής γλυκόζης στην περίπτωση των ατόµων µε ΚΙ και Σ∆, καθώς βοηθά στην πρόληψη των επιπλοκών αλλά και στην έγκαιρη διάγνωση του διαβήτη. Τέλος, υπάρχουν ορισµένες µελέτες που περιγράφουν τη µεταµόσχευση νησιδίων παγκρέατος ως θεραπεία πολυετούς Σ∆ µετά από µεταµόσχευση πνεύµονα, µε πολύ αισιόδοξα αποτελέσµατα. Ο βασικότερος λόγος θεραπείας του Σ∆ στην ΚΙ συνίσταται σε πρόληψη επιδείνωσης της πνευµονικής λειτουργίας και της απώλειας βάρους αλλά και καλύτερη επιβίωση, καθώς η ανεπάρκεια ινσουλίνης και η υπεργλυκαιµία οποιουδήποτε βαθµού οδηγούν σε µειωµένη πνευµονική λειτουργία και αυξηµένο αποικισµό των πνευµόνων µε παθογόνους µικροοργανισµούς, καταστάσεις οι οποίες µπορούν να αποβούν θανατηφόρες.


Τεύχος 52 σελίδα 17 Πατήστε εδώ

Related Post