O Σακχαρώδης ∆ιαβήτης Τύπου 1 (Σ∆1) προκαλείται από την αδυναμία έκκρισης ινσουλίνης από τα β-κύτταρα του παγκρέατος, λόγω αυτοάνοσης διαταραχής, και χαρακτηρίζεται από υπεργλυκαιμία και άλλες μεταβολικές διαταραχές. Απαριθμεί το 5% – 10% των περιπτώσεων του σακχαρώδη διαβήτη και εμφανίζεται κυρίως στην παιδική, εφηβική και νεαρή ενήλικο ζωή. Οι διατροφικές διαταραχές (∆∆) χαρακτηρίζονται από μεταβολή των διατροφικών συνηθειών με αρνητικές επιπτώσεις στην σωματική και ψυχική υγεία. Κύριοι εκπρόσωποι των ∆∆, με σταδιακά αυξανόμενη συχνότητα, είναι η ψυχογενής ανορεξία (ΨΑ) και η ψυχογενής βουλιμία (ΨΒ).
∆ΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ∆ΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΚΑΙ ΣΑΚΧΑΡΩ∆ΗΣ ∆ΙΑΒΗΤΗΣ ΤΥΠΟΥ 1
Η επίπτωση των ∆∆ στον Σ∆1 ποικίλλει ανάλογα με το είδος της διαταραχής, την ηλικία και το φύλο. Η κακή διαχείριση της ινσουλίνης (Κ∆Ι, μείωση της δόσης ή παράλειψη) ανήκει στις ∆∆ που εμφανίζονται ειδικά στον Σ∆1.
Η επίπτωση των ∆∆ στον Σ∆1 είναι διπλάσια συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό, υποδηλώνοντας ότι ο Σ∆1 είναι παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη των ∆∆. Τετραπλάσιος αριθμός ατόμων με Σ∆1 παρουσιάζουν διαταραχές της θρέψης που δεν πληρούν τα κριτήρια των ∆∆. Υπολογίζεται ότι το 11,5% – 27,5% των εφήβων με Σ∆1 εμφανίζουν ∆∆ κυρίως ΨΒ, που εμφανίζονται στην ηλικία 7 – 18 ετών, ενώ η Κ∆Ι συναντάται στο 4,1% – 58%. Η αιτιολογία είναι πολυπαραγοντική και περιλαμβάνει συνδυασμό γενετικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη ∆∆ είναι το αυξημένο βάρος σώματος και η κακή διατροφή (αυξημένη κατανάλωση – λήψη λίπους) πριν την διάγνωση του Σ∆, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η τελειομανία, το προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον, η ύπαρξη διαταρα χής της θρέψης ή ∆∆ στην οικογένεια.
Το έντονο stress που συνοδεύει την διάγνωση της νόσου, οι αλλαγές στις συνθήκες διατροφής και διαβίωσης, η ανάγκη διατήρησης ιδανικού σωματικού βάρους, σε συνδυασμό με το κοινωνικά επιβαλλόμενο πρότυπο που περιλαμβάνει αδύνατα άτομα, φαίνεται ότι εξηγούν την αυξημένη επίπτωση των ∆∆ στα άτομα με Σ∆1 ιδιαίτερα στην εφηβεία. Λόγω της αύξησης του σωματικού βάρους μετά την έναρξη της ινσουλινοθεραπείας, στα πλαίσια της Κ∆Ι, το 32% – 36% των γυναικών με Σ∆1 παραλείπει ή μειώνει την δόση της ινσουλίνης. Η αυξημένη επίπτωση κατάθλιψης, που υπολογίζεται ότι είναι διπλάσια στα άτομα με Σ∆1 συγκριτικά με το γενικό πληθυσμό, αυξάνει την πιθανότητα ανάπτυξης ∆∆.
∆ΙΑΓΝΩΣΗ ∆ΙΑΤΡΟΦΙΚΩΝ ∆ΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΣΤΟ Σ∆1
Η διάγνωση των ∆∆ στα άτομα με Σ∆1 είναι δύσκολη, δεδομένης της προσπάθειας απόκρυψης αλλά και της έλλειψης ευαισθητοποίησης και έγκαιρης αναγνώρισης τόσο από τους γονείς ή το κοινωνικό περιβάλλον αλλά και από την ιατρική κοινότητα. Ύποπτα για ∆∆ ευρήματα είναι:
1.Ο κακός γλυκαιμικός έλεγχος ( υψηλές τιμές HbA1c) παρά την προσεκτική προσπάθεια ρύθμισης
2. Η υποτροπιάζουσα κετοξέωση και ιδιαίτερα όταν αφορά άτομα με σχετικά καλή μεταβολική ρύθμιση
3. Τα επαναλαμβανόμενα επεισόδια υπογλυκαιμίας
4. Οι συχνές ακυρώσεις των επισκέψεων στον θεράποντα ιατρό, η άρνηση μέτρησης του σωματικού βάρους, η υπερβολική ενασχόληση με το βάρος και την εξωτερική εμφάνιση, η εμμονή στον υπολογισμό των θερμίδων και το ζύγισμα των φαγητών. Για την έγκαιρη αναγνώριση των ∆∆, χρησιμοποιούνται ειδικά ερωτηματολόγια για εφήβους με Σ∆1 που έχουν την δυνατότητα αναγνώρισης των ομάδων κινδύνου, ή αξιολογούνται οι τιμές της HbA1c.
ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ∆ΙΑΤΡΟΦΙΚΩΝ ∆ΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΣΤΟ Σ∆1
Άμεσες συνέπειες των ∆∆ στον Σ∆1 είναι η κακή μεταβολική ρύθμιση, η υποτροπιάζουσα κετοξέωση με συνέπεια την αυξημένη συχνότητα νοσηλείας, που είναι συχνά παρατεταμένη, και τα επαναλαμβανόμενα υπογλυκαιμικά επεισόδια που μπορεί να είναι αρκετά σοβαρά και θέτουν σε κίνδυνο την ζωή των ατόμων. Στις απώτερες επιπλοκές συμπεριλαμβάνονται η αυξημένη επίπτωση υπέρτασης, δυσλιπιδαιμίας, αμφιβληστροειδοπάθειας, νεφροπάθειας και θνητότητας στα άτομα με Σ∆1 και ∆∆. Στα άτομα με Κ∆Ι το χρονικό διάστημα της παράλειψης της ινσουλίνης συσχετίζεται με την εμφάνιση διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας και νεφροπάθειας.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η καλύτερη θεραπεία είναι η έγκαιρη αναγνώριση και αντιμετώπιση. Ο ιατρός οφείλει να εκτιμά τους παράγοντες κινδύνου σε κάθε άτομο με το που τίθεται η διάγνωση του Σ∆1 και να είναι ευαισθητοποιημένος στην αναζήτηση της ∆∆.
Αντίθετα απο τις οδηγίες γίνονται αποδεκτά σάκχαρα νηστείας 120 to 150 mg/dL και μεταγευματικά <200 mg/ dL. Προτιμάται η χορήγηση ευέλικτης δίαιτας από τον ειδικά εκπαιδευμένο διαιτολόγο. Στα αρχικά στάδια, δίδεται έμφαση στην χορήγηση τουλάχιστον μιας προγευματικής ινσουλίνης. Οι θεραπευτικοί στόχοι θα πρέπει να αναπροσαρμόζονται με την βελτίωση της ∆∆. Φαίνεται ότι η χρήση αντλίας ινσουλίνης προτιμάται έναντι των πολλαπλών καθημερινών ενέσεων αφού συνδέεται με αποτελεσματικότερη μεταβολική ρύθμιση, μικρότερη πρόσληψη βάρους και μειωμένη συχνότητα υπογλυκαιμικών επεισοδίων.
Ο ψυχίατρος θα πρέπει να προσεγγίσει αναζητώντας το υπόβαθρο της διαταραχής μέσω ατομικής, ομαδικής ή οικογενειακής ψυχοθεραπείας. Στην περίπτωση αποτυχίας της θεραπείας σε εξωτερική βάση, ύπαρξης επιβαρυμένου ψυχολογικού υπόβαθρου και κακής μεταβολικής ρύθμισης, συστήνεται η νοσηλεία των ατόμων, και αν υπάρχει η δυνατότητα, σε ειδικές μονάδες με ενασχόληση στις ∆∆. Έχει προταθεί η εφαρμογή προ συμπτωματικού ελέγχου (screening) σε νεαρά άτομα με Σ∆1, με στόχο την έγκαιρη αναγνώριση και αντιμετώπιση και την πρόληψη των επιπλοκών.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Τα άτομα με Σ∆1 παρουσιάζουν αυξημένη επίπτωση ∆∆ με συνέπεια την εμφάνιση αυξημένης νοσηρότητας και θνητότητας. Η πρόληψη, η έγκαιρη αναγνώριση και η συστηματική προσπάθεια θεραπείας συνεπάγονται βελτίωση της πρόγνωσης.
Η συνεργασία με τα άτομα με Σ∆1 και ∆∆ είναι συχνά δυσχερής και απαιτεί την συνεργασία πολλών ειδικοτήτων.
Τεύχος 51 σελίδα 51 Πατήστε εδώ