Αναπληρωτής καθηγητής παθολογίας-ενδοκρινολογίας τμήματος ιατρικής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, διευθυντής κλινικής ενδοκρινολογίας και μεταβολικών νόσων Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας
« Η επιτυχημένη θεραπευτική παρέμβαση προϋποθέτει διαφορετική προσέγγιση από την πλευρά του γιατρού, ο οποίος δεν στέκεται απλά απέναντι στον ασθενή, άλλα καλείται να γίνει συνοδοιπόρος του, ιδιαίτερα όταν το άτομο που παρουσιάζει τη νόσο βρίσκεται σε νεαρή ηλικία. Για την επιτυχημένη ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα η σχέση αυτή γιατρού-διαβητικού πρέπει να είναι διαρκής, αφού δεν αρκεί μόνο η χορήγηση των φαρμάκων, αλλά χρειάζεται και η εκπαίδευση του ατόμου στον τρόπο λήψης τους »
→ Παρόλα τα άρθρα που δημοσιεύονται στον Τύπο και οι εκπομπές υγείας που προβάλλονται στην τηλεόραση, παρατηρούμε με ιδιαίτερη ανησυχία ότι υπάρχει μεγάλη αύξηση των παχύσαρκων ατόμων στην Ελλάδα. Ποιες πρέπει να είναι κατά την άποψή σας οι ενέργειες και δράσεις που θα πρέπει να γίνονται σε πολιτειακό, επιστημονικό και ατομικό επίπεδο, προκειμένου να γίνει «φύση» στη λογική των ανθρώπων η σωστή διατροφή, η οποία θωρακίζει την υγεία τους και δημιουργεί μια υγιή κοινωνία πολιτών;
Είναι αλήθεια ότι στη χώρα μας, όπως άλλωστε και στον υπόλοιπο επονομαζόμενο «δυτικό» κόσμο, μεγάλο μέρος του πληθυσμού -σχεδόν το ένα τρίτο των ενηλίκων- είναι παχύσαρκοι, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος τα άτομα αυτά να εκδηλώσουν μεταβολικές διαταραχές, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, νοσήματα της καρδιάς και των αγγείων, καθώς και άλλα νοσήματα. Το υψηλό ψυχικό και σωματικό φορτίο που συνεπάγεται η προοπτική αυτή, τόσο για τους παχύσαρκους όσο και για τους συγγενείς τους, αλλά και η πρακτική ανάγκη εξασφάλισης περισσοτέρων πόρων για τη φροντίδα των νοσούντων, επιβάλλουν τη λήψη δραστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της επιδημίας αυτής. Η συντεταγμένη πολιτεία σε συνεργασία με την επιστημονική κοινότητα οφείλουν να λάβουν μέτρα που να οδηγούν στην ατομική, συνειδητή πλέον, επιλογή ενός πιο υγιεινού τρόπου διατροφής, που να συνδυάζεται με σωματική άσκηση, παραμέτρους σημαντικές στην προσπάθεια διατήρησης σε φυσιολογικά επίπεδα ή μείωσης του σωματικού βάρους. Στην κατεύθυνση αυτή είναι αναγκαία η συμμετοχή της πολιτείας μέσω της ίδρυσης ενός μη κερδοσκοπικού φορέα, ο οποίος, με βάση εθνικά και διεθνή στοιχεία, θα ορίσει τους κύριους άξονες δράσης ενός τέτοιου προγράμματος και τις επιμέρους πολιτικές σε εθνικό επίπεδο, μεριμνώντας ώστε στην όλη προσπάθεια να εμπλέκονται θεσμικοί φορείς, επιστημονικό δυναμικό αλλά και οι πολίτες.
Στην επιτυχία μιας τέτοιας προσπάθειας καθοριστικοί παράμετροι θα είναι ο ακριβής προσδιορισμός του στόχου και των μέσων επίτευξής του, καθώς και η εφαρμογή του προγράμματος σε βάθος χρόνου. Ειδικότερα, όσον αφορά στα μέσα επίτευξης του στόχου, καθοριστικό ρόλο θα διαδραματίσει η ενημέρωση των πολιτών, η οποία πρέπει να είναι όχι μόνο απλή και ουσιώδης, αλλά και χωρίς διάθεση κριτικής ή καλλιέργειας κλίματος τρόμου, με μόνο απώτερο στόχο να καταδείξει, από τη μια πλευρά, τα αίτια που οδηγούν στην παχυσαρκία και τις συνέπειές της για την υγεία, και από την άλλη, τους τρόπους με τους οποίους η αύξηση του σωματικού βάρους προλαμβάνεται ή ελαττώνεται, σε συνδυασμό με το όφελος που προκύπτει από την αντιμετώπιση του προβλήματος για το άτομο και το κοινωνικό σύνολο. Στη διαδικασία αυτή ενημέρωσης η επιστημονική κοινότητα, που έχει και τη γνώση και την άμεση επαφή με τον κόσμο που υποφέρει από παχυσαρκία, εννοείται ότι θα πρέπει να κληθεί να συμμετάσχει ενεργά με διοργάνωση σχετικών εκδηλώσεων. Παράλληλα με την ενημέρωση των ενηλίκων παχύσαρκων ατόμων, απαιτείται και η ενημέρωση της νέας γενιάς. Για τον λόγο αυτό και δεδομένου ότι οι σημαντικότεροι παράγοντες που ευθύνονται για την παχυσαρκία ανάγονται στον τρόπο με τον οποίο επιλέξαμε να ζούμε, η εισαγωγή της ενημέρωσης στα σχολεία ως μέρους της εκπαιδευτικής διαδικασίας συνιστά προτεραιότητα.
Προσωπικά και με βάση τη μέχρι τώρα εμπειρία μου, θεωρώ δύσκολη, όχι όμως και αδύνατη, την εφαρμογή, εκ μέρους της πολιτείας, μιας συστηματικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας. Αυτό δεν πρέπει ούτε να μας οδηγήσει στο να περιμένουμε τα πάντα από την πολιτεία ούτε να μας αποθαρρύνει από το να προσπαθούμε, στο μέτρο των δικών μας δυνατοτήτων, να βελτιώσουμε την κατάσταση.
→ Κύριε Κουκούλη, είστε ο άνθρωπος που δημιούργησε το ενδοκρινολογικόδιαβητολογικό τμήμα μέσα στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Λάρισας. Επίσης, είστε αυτός που οργάνωσε τον σύλλογο των διαβητικών ατόμων στη Λάρισα, ενώ στο ενεργητικό σας έχετε δεκάδες έρευνες και μελέτες για τον διαβήτη και τις επιπλοκές του. Γενικά θεωρείστε από τους πρωτεργάτες στον χώρο του διαβήτη και παρόλο που εργάζεστε τόσα χρόνια στον χώρο, δείχνετε περισσότερο αποφασισμένος να προσφέρετε ό,τι καλύτερο στα άτομα αυτά.
Τι σας ωθεί και τι σας προσηλώνει τόσο στον στόχο αυτό; Ποια είναι η κινητήριος δύναμη για εσάς;
Σκοπός κάθε γιατρού είναι η φροντίδα των ατόμων, τα οποία εμφανίζουν κάποιο νόσημα. Στα χρόνια νοσήματα, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, που αποτελούν αντικείμενο της επιστήμης των ενδοκρινολόγων, υπάρχει μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με τα λοιπά νοσήματα. Ενώ τα περισσότερα νοσήματα που αφορούν τους ενδοκρινείς αδένες, έχοντας μια ήπια κλινική εικόνα και αποτελεσματική -συνήθως- θεραπεία, δεν επηρεάζουν ριζικά τον ψυχισμό του ασθενή, ο σακχαρώδης διαβήτης δεν «επιβαρύνει» μόνο σωματικά άλλα και ψυχικά τον ασθενή. Επομένως, η επιτυχημένη θεραπευτική παρέμβαση προϋποθέτει διαφορετική προσέγγιση από την πλευρά του γιατρού, ο οποίος δεν στέκεται απλά απέναντι στον ασθενή, άλλα καλείται να γίνει συνοδοιπόρος του, ιδιαίτερα όταν το άτομο που παρουσιάζει τη νόσο βρίσκεται σε νεαρή ηλικία. Για την επιτυχημένη ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα η σχέση αυτή γιατρού-διαβητικού πρέπει να είναι διαρκής, αφού δεν αρκεί μόνο η χορήγηση των φαρμάκων, αλλά χρειάζεται και η εκπαίδευση του ασθενή στον τρόπο λήψης τους, κάτι που συχνά χρειάζεται να προσαρμόζεται στη μεταβαλλόμενη διατροφική, σωματική και ψυχική κατάσταση του πάσχοντος.
Στόχος της θεραπευτικής μας παρέμβασης, μέσω αυτής της συμπόρευσης, είναι -ή τουλάχιστον πρέπει να είναι- ο διαβητικός, αφού κατανοήσει και αποδεχτεί ότι διαφέρει από τους υπόλοιπους ανθρώπους μόνο στο ότι χρειάζεται να φροντίζει και το σάκχαρό του, να έχει λάβει από τον γιατρό του την «εκπαίδευση» εκείνη που θα του επιτρέπει να αντιμετωπίζει με αυτοπεποίθηση και ανεξαρτησία τις μεταβαλλόμενες υποχρεώσεις της καθημερινότητάς του. Η αντίληψη αυτή, δεν είναι η κρατούσα στον κοινωνικό περίγυρο. Αυτό, όμως, μπορεί να ανατραπεί -και εκεί βρίσκεται η πρόκληση- μέσα από δράσεις εκπαίδευσης και σε τελική ανάλυση ενημέρωσης, όχι μόνο των ατόμων με διαβήτη και των συγγενών τους, αλλά και του κοινωνικού συνόλου. Στην κατεύθυνση αυτή, καθένας -και πολύ περισσότερο ο γιατρός- οφείλει να προσφέρει από τη θέση που κατέχει, με τη βοήθεια πάντα των συνεργατών του και των ίδιων των ασθενών με διαβήτη, ό,τι μπορεί στη γενικότερη προσπάθεια που καταβάλλεται.
→ Την τελευταία 5ετία η επιστήμη έχει να επιδείξει σημαντικά επιτεύγματα προόδου για τη θεραπεία του διαβήτη.
Κλινικές και εργαστηριακές μελέτες προδιαγράφουν ότι πολύ σύντομα η ιατρική κοινότητα θα έχει στα «χέρια» της νέα εργαλεία, κυρίως για τη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Επιστήμονες αναφέρονται στη δημιουργία εμβολίου, το οποίο θα θεραπεύει από τον διαβήτη, χειρουργικές μεθόδους όπως η μεταβολική χειρουργική, που θα βελτιώνουν τον μεταβολισμό του σακχάρου στα άτομα με διαβήτη, καθώς επίσης και κλινικές μελέτες, οι οποίες ενοχοποιούν τις τροφές καθιστώντας τις υπεύθυνες για την ανάπτυξη του διαβήτη κι άλλων χρόνιων παθήσεων. Το ερώτημα που γεννάται κύριε Κουκούλη, είναι εάν θεωρείτε ότι όλες αυτές οι μελέτες θα μπορέσουν να φέρουν γρηγορότερα στον κόσμο τη θεραπεία του διαβήτη;
Η έρευνα για την κατανόηση των αιτίων και των μηχανισμών που ευθύνονται για την εμφάνιση του σακχαρώδη διαβήτη σε κάποια άτομα, αποτελεί παγκόσμια προσπάθεια για την πρόληψη και αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτής της νόσου. Η αλματώδης πρόοδος στο πεδίο των γνώσεών μας, την τελευταία δεκαετία, προδικάζει ευοίωνες προοπτικές. Πιστεύω, όμως, ότι η όποια τεχνολογική πρόοδος δεν θα μειώσει την ανάγκη της προσωπικής συμμετοχής του πάσχοντος στη διαχείριση της υπεργλυκαιμίας του.
Η εναπόθεση της λύσης του προβλήματος αποκλειστικά στην τεχνολογική πρόοδο και την επινόηση νέων θεραπευτικών μέσων ενέχει τον κίνδυνο για τους μεν ασθενείς να ξεχάσουν το πόσο σημαντική είναι -και θα παραμείνει τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον- η συμμετοχή τους στη διαχείριση του μεταβολικού τους προβλήματος, για τους δε γιατρούς να αμβλυνθεί η ανάγκη συνεχούς στήριξης και συμπόρευσης με τους ασθενείς τους. Σε τελική ανάλυση μιλάμε πολύ, και σωστά, για τη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη, όταν έχει πια εκδηλωθεί, αλλά ας μην προσπερνάμε την ανάγκη προληπτικών μέτρων που αφορούν τον τρόπο διαβίωσής μας και είναι ικανά με ελάχιστο κόστος να προλάβουν την εκδήλωση της νόσου σε μεγάλο ποσοστό ατόμων. Η προοπτική ανάπτυξης εμβολίου για την πρόληψη του διαβήτη ενέχει το ελπιδοφόρο μήνυμα της εύκολης και απλής λύσης αλλά, κατά την άποψή μου, δεν μοιάζει σύντομα εφικτή. Αντίστοιχα, η μεταβολική χειρουργική αποτελεί μέθοδο που μπορεί να εφαρμοσθεί μόνο σε μικρό ποσοστό, ιδιαίτερα παχύσαρκων, διαβητικών και με κανένα τρόπο δεν πρέπει να θεωρηθεί γενική μέθοδος θεραπείας του διαβήτη.
→ Λαμβάνοντας υπόψη τις ραγδαίες εξελίξεις που συντελούνται στον χώρο της υγείας εξαιτίας των σημαντικών μειώσεων στις παροχές και στα κονδύλια που δίνονται για την περίθαλψη των πολιτών αυτής της χώρας, διαμορφώνεται ένα νέο τοπίο στον χώρο της υγείας.
Το υπουργείο Υγείας κάνει συνεχώς περικοπές σε φάρμακα και παροχές, δημιουργώντας ανασφάλεια στους ασφαλισμένους, κυρίως στα άτομα με διαβήτη, ότι ενδεχομένως στο άμεσο μέλλον να καλούνται να πληρώσουν πολύ περισσότερα χρήματα, προκειμένου να μπορέσουν να αγοράσουν τα απαραίτητα για την υγεία τους. Πώς κρίνετε την υπάρχουσα κατάσταση και πώς πιστεύετε ότι θα διαμορφωθεί το τοπίο στον χώρο της υγείας για τα διαβητικά άτομα; Ανησυχείτε ότι θα υπάρξουν έντονα προβλήματα στη λειτουργία του διαβητολογικού ιατρείου στο νοσοκομείο, εξαιτίας μείωσης του προσωπικού ή έλλειψης πόρων;
Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν κατανοώ τους λόγους που οδήγησαν το υπουργείο στις πρόσφατες αλλαγές-περικοπές όσον αφορά τη φαρμακευτική θεραπεία των ασθενών. Η αίσθησή μου είναι ότι οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες της χώρας, σε συνδυασμό με τις πιέσεις για μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού από την Ευρωπαϊκή Ένωση, οδήγησαν στη λήψη αυτών των μέτρων, χωρίς να προηγηθεί εμπεριστατωμένη μελέτη για τις συνέπειες τέτοιων αποφάσεων. Ενδεικτικά αναφέρω ότι πρόσφατη επιστημονική ανάλυση έδειξε ότι το οικονομικό όφελος για την πολιτεία είναι μεγαλύτερο, αν η συμμετοχή του ασθενούς με διαβήτη στην προμήθεια των αντιδιαβητικών δισκίων του είναι μηδενική, σε σύγκριση με την περίπτωση της εκ μέρους του καταβολής του 10% του κόστους. Είναι προφανές ότι, όταν οι αποφάσεις της πολιτείας λαμβάνονται χωρίς να προηγείται ανάλογη μελέτη, τα αποτελέσματα δεν είναι τα καλύτερα.
Σχετικά με τη διαμόρφωση του τοπίου στον χώρο της υγείας για τα διαβητικά άτομα, δυστυχώς αναμένεται περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης, γεγονός που απορρέει από την απορύθμιση της λειτουργίας των νοσοκομείων για τους γνωστούς λόγους. Προσωπικά θεωρώ ότι στη χώρα μας η αντιμετώπιση του χρόνιου νοσήματος, που λέγεται σακχαρώδης διαβήτης και έχει καταστεί επιδημία, είναι αποσπασματικός. Στηρίζεται κυρίως στην πρωτοβουλία ατόμων ή ομάδων ατόμων που λειτουργούν σε ορισμένες περιοχές της χώρας, ενώ σε ένα μεγάλο μέρος της χώρας δεν υπάρχουν δομές συστηματικής, συνεχούς, δωρεάν παρακολούθησης των διαβητικών στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Πάντως, η φροντίδα των διαβητικών στο ιατρείο της ενδοκρινολογικής κλινικής του πανεπιστημιακού νοσοκομείου Λάρισας, δεν θα επηρεασθεί, τουλάχιστον όσον αφορά την παρουσία των γιατρών. Παραμένει, όμως, το χρόνιο πρόβλημα της έλλειψης ειδικευμένου βοηθητικού προσωπικού και χώρων που θα επέτρεπαν την αποτελεσματικότερη φροντίδα μεγαλύτερου αριθμό ασθενών, πρόβλημα που, σε κάθε περίπτωση, μας ξεπερνά και αφορά τη διοίκηση του νοσοκομείου.
Βέβαια, ελλείψεις σε προσωπικό, και ίσως σε μέσα, ήταν πάντα ένας αρνητικός παράγοντας, που όμως δεν εμπόδισε την προοδευτική βελτίωση -όχι ενδεχομένως στον βαθμό που θα θέλαμε- της φροντίδας των διαβητικών. Είναι πάντα σημαντική η οικονομική αυτάρκεια, αλλά και χωρίς αυτήν υπάρχουν δράσεις, όπως η ενημέρωση του κοινού και η εκπαίδευση των ατόμων με διαβήτη, που μπορούν να υλοποιηθούν με πολύ μικρή δαπάνη.
→ Με πρόσφατη απόφασή του, το υπουργείο Υγείας άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο συνταγογραφούν οι γιατροί τα φάρμακα. Επίσης, έκανε μια προσπάθεια να εισάγει στην αγορά περισσότερα γενόσημα φάρμακα, προκειμένου να μπορέσει να μειώσει τη φαρμακευτική δαπάνη. Καταρχάς κ.
Κουκούλη, πιστεύετε ότι η εισαγωγή νέων γενόσημων φαρμάκων θα προκαλέσει προβλήματα εξαιτίας της ποιότητάς τους σε μερικές κατηγορίες ασθενών και δεύτερον, θα θέλαμε να μάθουμε εάν η χρήση κάποιου γενόσημου φαρμάκου ενδεχομένως να προκαλέσει απορύθμιση στο διαβητικό άτομο; Τι θα συμβουλεύατε τα διαβητικά άτομα να προσέχουν, όταν τους συνταγογραφούν τα φάρμακά τους;
Θα πρέπει να αποσαφηνισθεί ότι το πρωτότυπο και το γενόσημο φάρμακο έχουν ακριβώς την ίδια σύνθεση. Συνεπώς, δεν είναι λογικό να ανησυχεί κάποιος για την αποτελεσματικότητα των γενοσήμων, εφόσον δεν έχει μεταβληθεί η σύστασή τους. Φυσικά, το εάν η σύσταση γενοσήμων και πρωτοτύπων παραμένει σταθερά η ίδια αποτελεί βασικό ερώτημα που, όμως, δεν είναι δυνατό να απαντηθεί, αφού στη χώρα μας δεν υπάρχει μηχανισμός ελέγχου των φαρμάκων που κυκλοφορούν. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι λογικό να εγείρονται επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα διαφόρων σκευασμάτων και η μόνη λύση είναι η δημιουργία, με τη συμμετοχή πολιτείας και κοινωνικών φορέων, ενός ανεξάρτητου φορέα ή μιας αρχής, που σε συνθήκες πλήρους διαφάνειας θα ελέγχει τα κυκλοφορούντα σκευάσματα γενόσημα ή μη. Δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι, παρά τους ισχυρισμούς της πολιτείας για το αντίθετο, υπάρχουν δημοσιεύσεις μελετών στη διεθνή βιβλιογραφία που δείχνουν ελαττωματική συμπεριφορά γενόσημων φαρμάκων.
Επειδή το ενδεχόμενο απορύθμισης του σακχάρου σε ένα διαβητικό άτομο είναι σύνηθες και μπορεί να οφείλεται σε πλειάδα αιτίων (διατροφική αλλαγή, σωματική δραστηριότητα, λοίμωξη, στρες κ.λπ.), θα είναι δύσκολο να αποδοθεί η ευθύνη για την απορύθμιση στη λήψη ενός γενόσημου αντιδιαβητικού φαρμάκου. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, θα συμβούλευα τα άτομα με διαβήτη να εμπιστεύονται την άποψη του γιατρού τους για τα γενόσημα φάρμακα.
→ Ως μέλος της ΕΛΟΔΙ εδώ και πολλά χρόνια έχετε συμμετάσχει σε πολλές και ποικίλες δραστηριότητες της
ένωσης, που σκοπό είχαν να ενημερώσουν και να εκπαιδεύσουν τα διαβητικά άτομα. Ταυτόχρονα έχετε δουλέψει σκληρά, προκειμένου να φέρετε κοντά την επιστημονική κοινότητα και τα διαβητικά άτομα. Θεωρείτε ότι υπάρχουν περιθώρια για περισσότερες δράσεις και ενέργειες, οι οποίες θα συμβάλουν στην ενημέρωση των ατόμων αυτών;
Είναι θετικό το γεγονός ότι υπάρχουν σωματεία που έχουν ιδρυθεί από άτομα με σακχαρώδη διαβήτη.
Η σύστασή τους γεννήθηκε από την ανάγκη συλλογικής ανάληψης δράσεων με στόχους την ψυχολογική στήριξη των μελών, την υπεύθυνη ενημέρωσή τους για τις επιστημονικές εξελίξεις, την προβολή προς την πολιτεία αιτημάτων που στοχεύουν στην αποτελεσματικότερη διαχείριση των προβλημάτων που σχετίζονται με το νόσημά τους και, φυσικά, την ενημέρωση του κοινωνικού συνόλου
στο πλαίσιο πολιτικών πρόληψης. Η ΕΛΟΔΙ αποτελεί την ομοσπονδία εκείνη των τοπικών σωματείων που συντονίζει τις δράσεις των σωματείων και μεταφέρει σε εθνικό επίπεδο τα επιμέρους θέματα. Με γνώμονα την αντικειμενική και αποτελεσματική ενημέρωση των μελών σε όλα τα πεδία ενδιαφέροντος, ήδη αξιοποιεί, όπως
και επιβάλλεται, την εξέλιξη της τεχνολογίας που προωθεί νέους τρόπους επικοινωνίας, όπως το διαδίκτυο. Εξάλλου, το τηλέφωνο και το διαδίκτυο, ως σύγχρονα μέσα μετάδοσης της πληροφορίας και η χρησιμότητά τους για την αντιμετώπιση του διαβήτη με τον ασθενή στο σπίτι ήδη εξετάζεται σε μια ευρωπαϊκή πολυκεντρική μελέτη που διεξάγουμε. Σίγουρα, η οικονομική παράμετρος αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στην οργάνωση της ενημέρωσης των πασχόντων, αλλά προσωπικά πιστεύω ότι το αδύνατο σημείο αποτελεί ο σχετικά μικρός -σε σχέση με το σύνολο των ατόμων με διαβήτη στη χώρααριθμός των ατόμων που συμμετέχουν στα σωματεία αυτά.
Νομίζω ότι πρέπει να γίνει προσπάθεια ανάλυσης των αιτίων που ευθύνονται για τη μικρή αυτή συμμετοχή και να σχεδιαστούν πολιτικές πρόσκλησης και ένταξης των ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη στα σωματεία. Επίσης, θεωρώ χρήσιμο, αν όχι αναγκαίο, να ενωθούν σε μία οι
δύο πανελλαδικές ομοσπονδίες διαβητικών (ΕΛΟΔΙ και ΠΟΣΑΣΔΙΑ). Τυχόν προσωπικοί εγωισμοί ή επιφυλάξεις πρέπει να παραμερισθούν μπροστά στον κοινό στόχο.
→ Μιλήστε μας λίγο για το πώς πιστεύετε ότι διαγράφετε το μέλλον του διαβήτη στην Ελλάδα αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Φοβάστε ότι πολύ σύντομα θα μιλάμε για δύο δισεκατομμύρια διαβητικά άτομα σε όλο τον κόσμο; Τι θα μπορούσε να ανακόψει την πορεία αυτή;
Η προοπτική όσον αφορά τον διαβήτη στην Ελλάδα αλλά και παγκόσμια, τουλάχιστον για τις τρεις επόμενες δεκαετίες, είναι δυσοίωνη. Εκτιμάται ότι παγκοσμίως την επόμενη 20ετία, θα υπάρξει μια αύξηση της συχνότητας του διαβήτη της τάξης του 65%.
Για την Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει κάποια ανάλογη πρόγνωση, γιατί η ακριβής συχνότητα του διαβήτη στη χώρα μας δεν είναι γνωστή. Τα στοιχεία που έχουμε προέρχονται από μεμονωμένες μελέτες που έγιναν σε διάφορα γεωγραφικά διαμερίσματα. Οπότε, υπό αυτές τις συνθήκες είναι προφανές ότι δεν υπάρχει συνολική εικόνα για τη συχνότητα του διαβήτη και των επιπτώσεων του στη χώρα μας, στοιχεία που, όμως, είναι απολύτως απαραίτητα για τον καθορισμό της έκτασης του προβλήματος και τον σχεδιασμό, στη συνέχεια, των τρόπων αντιμετώπισής του. Το γιατί, βέβαια,είναι ένα ερώτημα που θα έπρεπε να τεθεί στο Εθνικό Κέντρο Διαβήτη (ΕΚΕΔΙ), το οποίο χρηματοδοτείται από την πολιτεία, από 20ετίας τουλάχιστον, για την οργάνωση της αντιμετώπισης της νόσου. Πάντως, σήμερα, σύμφωνα με στοιχεία μελέτης μας για την περιοχή της Θεσσαλίας, το 10% του ενήλικου πληθυσμού έχει σακχαρώδη διαβήτη, ποσοστό που είναι συγκρίσιμο με εκείνο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Αυτό φαντάζει τρομακτικό για τη χώρα μας, στην οποία 50 χρόνια πριν η συχνότητα του σακχαρώδη διαβήτη, της παχυσαρκίας και των καρδιοαγγειακών νοσημάτων ήταν η χαμηλότερη στην Ευρώπη. Το δε γεγονός ότι 3,5% των ατόμων αγνοούσαν ότι είχαν εμφανίσει τη νόσο, είναι μια πρόσθετη παράμετρος που καθιστά ακόμα εντονότερη την ανάγκη λήψης μέτρων που να ανακόψουν την ανοδική πορεία του ποσοστού που αναμένεται να εμφανίσει διαβήτη τα επόμενα χρόνια στη χώρα μας. Τέτοια μέτρα, είναι πρωτίστως μέτρα πρόληψης, μέτρα που αφορούν σε σημαντικό βαθμό τον τρόπο διαβίωσής μας, ο οποίος πρέπει να αλλάξει. Πρέπει να εγκαταλείψουμε την καθιστική ζωή και την πλούσια σε λίπος διατροφή που οδηγούν στην παχυσαρκία, κατάσταση που επιταχύνει την εκδήλωση της υπεργλυκαιμίας και, συνεπώς, την εμφάνιση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, που αποτελεί την πιο συχνή μορφή (85-90% του συνόλου). Η αλλαγή των συνηθειών μας δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά είναι δυνατή, εάν πεισθούμε για την ανάγκη να το κάνουμε.
Καθοριστικό ρόλο στην πρόληψη της νόσου θα διαδραματίσει η ενημέρωση των πολιτών για αυτήν και τις επιπτώσεις της. Ήδη, τα υπάρχοντα σωματεία ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη ενεργούν προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά η προσπάθεια αυτή θα πρέπει πλέον να γίνει με τη βοήθεια ενιαίου κεντρικού συντονισμού, που στην παρούσα φάση δεν υπάρχει. Πρέπει, ωστόσο, να συνειδητοποιήσουμε ότι η ανακοπή της αυξητικής πορείας του διαβήτη δεν θα επιτευχθεί με ευχολόγια, αλλά πρέπει να σχεδιαστεί από την αρχή και με προοπτική, με βάση τις αρχές-μέτρα που προανέφερα για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, αφού πρώτα συγκεντρωθούν τα πραγματικά στοιχεία για τη συχνότητα της νόσου και των επιπλοκών της, τη γεωγραφική κατανομή, την ηλικιακή κατανομή κτλ. Για την αντιμετώπιση των χρόνιων προβλημάτων υγείας του πληθυσμού, είναι καιρός να εγκαταλείψουμε τις πρόχειρες αποσπασματικές ενέργειες και να σχεδιάσουμε πολιτικές, οι οποίες θα στηρίζονται στην ενδελεχή ανάλυση των πραγματικών δεδομένων. Έμεινα έκπληκτος, όταν στο προ 2ετίας προτεινόμενο σχέδιο αναδιοργάνωσης του Εθνικού Συστήματος Υγείας, γνωστό ως «σχέδιο Λιαρόπουλου», διαπίστωσα ότι προτεινόταν αλλαγές στην οργάνωση παροχής υπηρεσιών υγείας για τα άτομα με διαβήτη στα δημόσια νοσοκομεία, αφού είχε προηγηθεί η παραδοχή ότι δεν ήταν γνωστή η ακριβής επίπτωση του διαβήτη στην Ελλάδα.
Η πρόταση δράσεων επιβάλλεται να στηρίζεται σε πραγματικά δεδομένα, ώστε η υλοποίησή τους να στοχεύει σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα, μετρήσιμο από επιστημονική και οικονομική άποψη, επιτρέποντας έτσι την αξιολόγηση και τις ανάλογες προσαρμογές για την επίτευξη της μεγιστοποίησης των προσδοκώμενων αποτελεσμάτων. Η διεθνής προσπάθεια προς την κατεύθυνση μείωσης της συχνότητας του διαβήτη και των επιπτώσεών του αποτελεί και για μας ένα πεδίο άντλησης στοιχείων για την εφαρμογή αποτελεσματικών μέτρων. x
Τεύχος 27 Πατήστε εδώ