Τα προβιοτικά και τα πρεβιοτικά είναι σηµαντικά συστατικά της διατροφής µας τα οποία, όπως φαίνεται µέσα από πρόσφατες µελέτες, παίζουν ένα σηµαντικό ρόλο στη διαχείριση πολλών ασθενειών, ανάµεσα στις οποίες και ο διαβήτης. Τα πρεβιοτικά είναι κυρίως µορφές φυτικών ινών ενώ τα προβιοτικά είναι ζωντανά βακτήρια που έχουν ως στόχο να βοηθήσουν να κρατήσουµε σταθερούς τους πληθυσµούς της χλωρίδας του εντέρου. Τι είναι τα προβιοτικά και τα πρεβιοτικά; Τα προβιοτικά είναι ζωντανοί µικροοργανισµοί οι οποίοι παίζουν καθοριστικό ρόλο στην πρόληψη και στην αντιµετώπιση ασθενειών µέσα από τη βελτίωση του πεπτικού συστήµατος και την ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήµατος. Πρόκειται για µη παθογόνους µικροοργανισµούς (βακτήρια) τα οποία παίρνουµε από τρόφιµα, ροφήµατα και συµπληρώµατα διατροφής. Τα βακτήρια αυτά µπορούν και επιβιώνουν κατά το πέρασµα τους από την γαστρεντερική οδό και βοηθούν στη διάσπαση των πρωτεϊνών και των λιπών στο πεπτικό σύστηµα. Με αυτό τον τρόπο παίζουν καθοριστικό ρόλο στην πέψη και απορρόφηση των θρεπτικών ουσιών.
∆ύο είναι οι βασικές κατηγορίες προβιοτικών µικροοργανισµών: η µία ανήκει στο γένος Bifidobacterium και η άλλη στο γένος Lactobacillus, και τα προσλαµβάνουµε κυρίως από τρόφιµα που έχουν υποστεί ζύµωση, όπως το γιαούρτι, το κεφίρ και το ξινόγαλα. Τα προβιοτικά προστατεύουν το πεπτικό µας σύστηµα από τις αρνητικές επιπτώσεις της κακής διατροφής, το στρες, την έλλειψη ύπνου, την υπερβολική χρήση αντιβιοτικών και φαρµάκων. Παράλληλα, τα προβιοτικά δυναµώνουν το ανοσοποιητικό σύστηµα έναντι της δράσης παθογόνων µικροβίων. Τα πρεβιοτικά, από την άλλη, είναι µη αµυλούχοι πολυσακχαρίτες ή άλλες συµπληρωµατικές ουσίες που πέπτονται περιορισµένα ή καθόλου από τα ένζυµα του εντέρου και παίζουν ρόλο στην ανάπτυξη και τη δραστηριότητα των ωφέλιµων µικροοργανισµών που βρίσκονται ήδη στο παχύ έντερο των ανθρώπων. Επίσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον υπάρχει στη σχέση ανάµεσα στην εντερική µικροχλωρίδα και τα µεταβολικά νοσήµατα, όπως η παχυσαρκία και ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, καθώς και τα καρδιαγγειακά νοσήµατα.
Η δράση των πρεβιοτικών συνδέεται µε τη φλεγµονή και το ρόλο που αυτή παίζει στην παθογένεση του διαβήτη τύπου 2. Κυριότερα πρεβιοτικά είναι η ινουλίνη, οι γαλακτο-ολιγοσακχαρίτες, (G.Ο.S.) και οι φρουκτο-ολιγοσακχαρίτες (F.O.S.). Τα πρεβιοτικά τα προσλαµβάνουµε από τρόφιµα όπως είναι τα φρούτα και τα λαχανικά, το µητρικό γάλα, τα γαλακτοκοµικά προϊόντα, τα προϊόντα από κριθάρι, ο λιναρόσπορος, τα φρέσκα ζυµαρικά αλλά και ειδικά συµπληρώµατα διατροφής. Τα πρεβιοτικά, σύµφωνα µε πολλές µελέτες, συµβάλλουν στην αύξηση του κορεσµού, στη µείωση του σωµατικού βάρους και του σωµατικού λίπους, στη µείωση των επιπέδων φλεγµονής και των µεταγευµατικών επιπέδων γλυκόζης και ινσουλίνης, ενώ δε φαίνεται να σχετίζονται µε τα επίπεδα γλυκόζης και ινσουλίνης νηστείας ή τα επίπεδα της γλυκοζυλιωµένης αιµοσφαιρίνης HbA1c. Τα προβιοτικά και τα πρεβιοτικά δεν είναι απαραίτητα, όπως καταλαβαίνουµε πλέον, µόνο για την καλύτερη εντερική λειτουργία, αλλά και για την καλύτερη ρύθµιση του βάρους και των επιπέδων γλυκόζης.
Σύµφωνα µε πρόσφατα δηµοσιευµένες µελέτες υπάρχει µία θετική επίδραση των προβιοτικών στην υπεργλυκαιµία, την υπερινσουλιναιµία και µία αντιδιαβητική δράση τους στη ρύθµιση προ-φλεγµονωδών και αντιοξειδωτικών παραγόντων. Συγκεκριµένα, στελέχη της κατηγορίας των Lactobacillus, µεταξύ άλλων, χρησιµοποιούνται σε µελέτες µε ευεργετικά αποτελέσµατα όσον αφορά τον γλυκαιµικό έλεγχο, τα επίπεδα της γλυκόζης πλάσµατος νηστείας, τη µεταγευµατική γλυκόζη του αίµατος, τη γλυκοζυλιωµένη αιµοσφαιρίνη, την ινσουλίνη, την αντίσταση στην ινσουλίνη και την έναρξη του διαβήτη. Την ίδια στιγµή, πολλές είναι οι πρόσφατες µελέτες που αποδεικνύουν τον προστατευτικό ρόλο που µπορεί να παίξει η πρόσληψη προβιοτικών στην πρόληψη του διαβήτη κύησης. Επίσης, τα προβιοτικά και τα πρεβιοτικά µπορούν ταυτόχρονα να παίξουν και έµµεσο προστατευτικό ρόλο στα άτοµα µε διαβήτη, αφού σήµερα γνωρίζουµε ότι η µικροχλωρίδα του εντέρου µας επηρεάζει τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Η πρόσληψη προβιοτικών στελεχών µπορεί να µειώσει τη χοληστερόλη του αίµατος που αποτελεί, όπως γνωρίζουµε, ένα σηµαντικό παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο.
Συγκεκριµένα, αρκετά προβιοτικά στελέχη έχουν την ικανότητα να µειώνουν την κακή (LDL) και την ολική χοληστερόλη καθώς και άλλους παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου. Ταυτόχρονα έχουν ευεργετική δράση µέσα από τη βελτίωση δεικτών φλεγµονής, τη ρύθµιση του σωµατικού βάρους και την καλύτερη ρύθµιση των επιπέδων ινσουλίνης.
Τεύχος 44 σελίδα 46 Πατήστε εδώ